Η άλλη πλευρά της “αποδόμησης”
Η έκκληση Γ. Λιλήκκα προς την κυβέρνηση για να αρχίσει να σκέφτεται την αποδόμηση της εικόνας του Μ. Ακιντζί στην ε/κ κοινωνία «γιατί σύντομα θα πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα», δεν προκάλεσε κάποιο ευρύτερο σχολιασμό στα πολιτικά πράγματα της νήσου. Ίσως μερικοί να θεώρησαν την παρέμβαση αυτή ως «υπερβολική» και την άφησαν να περάσει απαρατήρητη. Θεωρώ ότι αυτή τάση να αφήνουμε σημαντικά πράγματα στα αζήτητα δεν βοηθά σε έναν ευρύτερο προβληματισμό για το μέλλον της νήσου.
Ο Μ. Ακιντζί ως ηγέτης των τ/κ εκφράζει την πιο προοδευτική τάση μέσα στην τ/κ κοινότητα. Το θέμα τίθεται ακριβώς έτσι: εάν κάποιος «αποδομήσει» τον Ακιντζί, σε τι ακριβώς στοχεύει; «Αποδόμηση» σύμφωνα με τη θεωρία μιας πολιτικής σκέψης στο νησί, συνιστά τη δημιουργία μιας γραμμικής πολιτικής που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «όλοι οι τούρκοι πολιτικοί είναι Ετσεβίτ, όλοι οι τ/κ πολιτικοί είναι Ντενκτάς». Η ισοπέδωση, η άρνηση να αναλύσει κανείς τις κοινωνικές δυνάμεις, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους, τις διαφορετικές τάσεις και τις εκφράσεις τους, έχει καθαρό στόχο: αν όλοι είναι ίδιοι, αν η ε/κ κοινωνία, θέσει τον Μ. Ακιντζί στην ίδια μοίρα με τον Έρογλου, τι τελικά μένει; Ακριβώς αυτό: το τέλμα, η μακρόσυρτη στασιμότητα, η παραίτηση!
Μια πολιτική άποψη κυριάρχησε για χρόνια στην ε/κ κοινωνία. Για χρόνια είχε θεωρηθεί ως «επαρκής». Κύρια συστατικά της υπήρξαν η καταγγελία και η εσωστρέφεια. Αυτή η κουλτούρα του καταγγελτικού λόγου, ήταν αρκετά ισχυρή γιατί έδινε μικρές νίκες στην πολιτική ελίτ της νήσου και δημιούργησε αυτή την νοοτροπία που εμπέδωνε την αντίληψη ότι «κερδίζουμε έδαφος», χωρίς αυτό να τυγχάνει της αναγκαίας πολιτικής μέτρησης ως προς την αποτελεσματικότητά της.
Οι ηχηρές διακηρύξεις έδειχναν έναν εσωστρεφή δρόμο, μιαν ηρωική περιχαράκωση που κατάγγελλε σε κάθε βήμα, αλλά δεν έκανε πραγματικά βήματα για πραγματική πρόοδο. Τα πράγματα άλλαξαν γιατί ο Γ. Κρανιδιώτης, με την πλήρη στήριξη του Κ. Σημίτη, εφάρμοσε μια διαφορετική πολιτική. Αυτήν που άλλαζε συσχετισμούς, που έπειθε ότι η ένταξη στην πιο σύγχρονη μορφή πολυεθνικής οργάνωσης στον πλανήτη, έβγαζε την Κύπρο από την πολιτική της καταγγελίας και την ενέτασσε στην πολιτική της διαπραγμάτευσης, της δημιουργίας, της ανατροπής. Η πρόοδος ήρθε γιατί οι μεγάλες αποφάσεις (Διασύνδεση Μεσογειακών Προγραμμάτων με την αναζωογόνηση της σχέσης Κύπρου-ΕΟΚ, Συμφωνία της 6ης Μαρτίου 1995, Κείμενο Συμπερασμάτων στο Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι το 1999), δεν είχαν την προηγούμενη έγκριση του Εθνικού Συμβουλίου στη Λευκωσία! Αν αυτό ήταν αναγκαίο, τότε θα ήμασταν ακόμα στην προενταξιακή πόρτα της ΕΕ, μαζί με χώρες από τα Δυτικά Βαλκάνια, καταγγέλλοντας τους ευρωπαίους ως «ανάλγητους» και «φιλότουρκους».
Στην ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία μετρούν οι πρωτοβουλίες για να επιλύσεις κοινά ευρωπαϊκά προβλήματα, όπως το κυπριακό, κανένας δεν προσέχει πολιτικές τύπου Βαρουφάκη (περιφρόνηση των κανόνων, προχειρότητα, πολιτικές του ποδαριού) ή κανένας δεν προσέχει όσους έχουν μόνο αρνήσεις, ή, έστω, προτάσεις για «αποδομήσεις». Η εμπειρία της μεγάλης νίκης με την ένταξη της νήσου στην ΕΕ, δείχνει ότι πολλοί προσέχουν αυτούς που γνωρίζουν τους κανόνες του κοινοτικού περιβάλλοντος, όσους δημιουργούν ερείσματα, συμμαχίες, εντάσσοντας ειδικά εθνικά ζητήματα στο ευρύτερο κοινοτικό συμφέρον. Η πολιτική της «αποδόμησης» είναι μια αδιέξοδη πρακτική γιατί κάθε συνομιλητής σου ενδιαφέρεται να ακούσει αν διαθέτεις προτάσεις για να οικοδομήσεις και να λύσεις, και όχι αν η σκέψη σου είναι να κατεδαφίσεις ή να καταγγείλεις. Χρειάζεται να πείσεις τους συνομιλητές σου ότι μιλάς σοβαρά για τη λύση του κυπριακού, ότι είσαι εταίρος που κερδίζεις κύρος και αξιοπιστία με τη γενικότερη παρουσία σου στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Ασφαλώς, αυτά είναι δύσκολα ζητήματα, που θέλουν χρόνο και συστηματική εργασία για να αποδώσουν. Τα παραδείγματα φωτίζουν γεγονότα: στο ζήτημα γύρω από την ένταξη της νήσου στην ΕΕ το 1999, με ή χωρίς λύση στο κυπριακό, από το 14 εναντίον και 1 υπέρ στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, (Κολονία, Ιούνιος 1999), φτάσαμε στο μηδέν εναντίον και 15 υπέρ στη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ (Ελσίνκι, Δεκέμβρης 1999).
Ο Μ. Ακιντζί ως τ/κ πολιτικός διαθέτει μια ιστορική διαδρομή, διαθέτει μια σφραγίδα εγκυρότητας στην αναζήτηση λύσης στο κυπριακό βασισμένης στα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Έδωσε εξετάσεις στα δύσκολα χρόνια της συνεργασίας με το Δήμαρχο Λ. Δημητριάδη, γι’ αυτό ως συνεπής οπαδός της ομοσπονδιακής λύσης, διαθέτει πραγματική αξιοπιστία ανάμεσα σε μεγάλη μερίδα ε/κ. Θυμίζω ότι ως πριν λίγα χρόνια, οι ε/κ πολιτικές δυνάμεις δυνάμεις ζητούσαν προσφυγή στο ΣΑ και στη ΓΣ του ΟΗΕ για να κατοχυρώσουμε τα ψηφίσματά του ως το το εργαλείο μας για τη λύση. Τα τελευταία χρόνια αυτό δεν υφίσταται, η επιθυμία ορισμένων για προσφυγές στον ΟΗΕ, ατόνησε. Αν ορισμένες ε/κ δυνάμεις έχουν αλλάξει άποψη, αν θεωρούν τον ΟΗΕ ως κάτι «κακό», μπορούν τα το πουν, αυτό θα ήταν μια έντιμη πολιτική συνεννόηση με τους πολίτες.
Ο Μ. Μπουρτζού, εκπρόσωπος του Μ. Ακιντζί λέει στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 3 Αυγούστου: «Όταν είχα πάει στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, είχα μια μικρή συνάντηση με τον Σημίτη και τον Παπανδρέου και ο Σημίτης μου είπε πως η αποστολή ενός προοδευτικού κόμματος δεν είναι να ακολουθεί την κοινή γνώμη, αλλά να δημιουργεί την κοινή γνώμη». Λοιπόν, αυτό χρειάζεται η Κύπρος: πολιτικούς που δημιουργούν «κοινή γνώμη», πολιτικούς με σθένος και σχέδιο για να μην οδηγηθούμε στη διχοτόμηση και στη συρρίκνωση του κυπριακού ελληνισμού, πολιτικούς που θέλουν και μπορούν να «δημιουργούν κοινή γνώμη» που να εμπνέεται από τις αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αλλαγής.