Η Αθήνα με νέες αποφάσεις
Η συνάντηση Μολυβιάτη – Γκιούλ στην Νέα Υόρκη (21/9/04) ήταν ιδιαιτέρως σημαντική.
Έδωσε με αρκετή πληρότητα τις βασικές νέες κατευθύνσεις Αθήνας και Άγκυρας για τις Ε/Τ σχέσεις, το κυπριακό και τις ευρωτουρκικές προκλήσεις.
Οι κυβερνήσεις Καραμανλή – Ερντογάν διαμορφώνουν μια νέα αξιολόγηση στις Ε/Τ σχέσεις και μέσω αυτής αλλάζει η ουσία αυτής της σχέσης όπως τα γνωρίζαμε τα τελευταία χρόνια.
Οι δηλώσεις Μολυβιάτη έχουν σαφή προσανατολισμό: «Η απόφασή μας να στηρίξουμε την υποψηφιότητα της Τουρκίας τον προσεχή Δεκέμβριο (έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης με την ΕΕ) δεν είναι μια συναισθηματική επιλογή, αλλά στρατηγική επιλογή και απόφαση» (21/9/04).
Είναι ακόμα πιο σημαντικό να αναλύσει κανείς τα όσα απουσιάζουν από τη δήλωση Μολυβιάτη. Πώς η Αθήνα προωθεί αυτή τη μη συναισθηματική επιλογή; Με ποιους όρους, με ποιες προϋποθέσεις; Είναι ένα ζήτημα το να υποστηρίζεις την υποψηφιότητα της Τουρκίας τον Δεκέμβριο, και είναι τελείως διαφορετικό να μην μπαίνεις στη λογική της διαπραγμάτευσης των προϋποθέσεων που πρέπει να διέπουν αυτή την εξέλιξη του Δεκεμβρίου.
Η Αθήνα έχει διπλή διαδικασία διαπραγμάτευσης, αυτή που προκύπτει από τα κείμενα του Ελσίνκι και βεβαίως το άλυτο κυπριακό.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, έχει αποτυπωθεί στο κείμενο των τελικών συμπερασμάτων στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι (1999) ότι εάν έως το τέλος του 2004 δεν έχουν επιλυθεί διμερείς διαφορές με διαβουλεύσεις ανάμεσα στα μέρη – στην πράξη αυτό σημαίνει υφαλοκρηπίδα – οι διαφορές αυτές να οδηγηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Στην ουσία η κυβέρνηση Καραμανλή οδηγεί σε παράλυση ένα ομόφωνο κείμενο των 15 το οποίο στηρίζει τις πάγιες ελληνικές θέσεις από το 1974, (ότι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας να επιλυθεί στο Δ.Δ. της Χάγης).
Είναι στην εξουσία από τις 7 Μαρτίου 2004, άρα έχει όλο το χρονικό πλαίσιο για να κάνει διάλογο, να διευκρινίσει προθέσεις, να δημιουργήσει προϋποθέσεις λύσης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό γιατί η ίδια η Τουρκία (όπως και οι 15) δέχθηκαν τα κείμενα του Ελσίνκι, άρα για πρώτη φορά η Άγκυρα από το 1974 αποδέχθηκε σε επίσημο ευρωπαϊκό κείμενο, την πρόταση του παλαιότερου Κ. Καραμανλή για προσφυγή στο Δ.Δ. της Χάγης.
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση του νεώτερου Καραμανλή αφήνει το χρόνο να περνά, επιλέγει να μην προωθήσει τα κείμενα του Ελσίνκι, γιατί στο συνολικότερο κομματικό μας προσανατολισμό επιλέγει να αποφεύγει οτιδήποτε είναι δύσκολο, ή πιθανώς να έχει πολιτικό κόστος, απλά όλα ο χρόνος να τα παίρνει πιο πίσω. Αυτό το σημείο είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτη και εκείνες που ακολουθεί ο Κ. Καραμανλής σήμερα. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αξιοποιούσαν κάθε διπλωματική συγκυρία, αίτημα της Τουρκίας, ή ευρωπαϊκό ζήτημα για να προωθήσουν βήμα με βήμα σαφείς εθνικούς στόχους (ένταξη πρώτα απ’ όλα της Κύπρου στην Ε.Ε., επίλυση ζητήματος υφαλοκρηπίδας, μη απειλές στο Αιγαίο).
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου (22/9) έδωσε τη δική του ερμηνεία στα πράγματα:
«Εμείς προωθούμε πάντα τις ευρωτουρκικές σχέσεις – και θα τις προωθήσουμε – αλλά παράλληλα σε κάθε βήμα είχαμε και μια σημαντική εξέλιξη και όφελος στις υποθέσεις τις δικές μας, βλέπουμε τώρα ότι η κυβέρνηση Καραμανλή αποσυνδέει πλήρως τα θέματα αυτά από τις δικές μας υποθέσεις, το κυπριακό ή το θέμα της υφαλοκρηπίδας».
Με την παράθεση των δηλώσεων Μολυβιάτη και Παπανδρέου έχουμε μια καθαρή εικόνα για τις επιλογές που είχε το ΠΑΣΟΚ και τις επιλογές που κάνει σήμερα η Ν.Δ.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμισθεί πως το κυπριακό με τη μέθοδο Καραμανλή πάει στη σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον προσεχή Δεκέμβριο χωρίς να είναι επί της ουσίας του στην ημερήσια διάταξη.
Η Τουρκία θα κερδίσει χρονοδιάγραμμα έναρξης ενταξιακών συνομιλιών( με όρους και προυποθέσεις), το κυπριακό περνά στο περιθώριο των συζητήσεων, ενώ ακριβώς το αντίθετο έπρεπε να συμβαίνει. Το κυπριακό έπρεπε να ήταν ο σκληρός πυρήνας της διαπραγμάτευσης των 25 με την Τουρκία, και ο Δεκέμβρης να προσφέρει μια αποδεκτή φόρμουλα προώθησης λύσης στο κυπριακό μετά τον Δεκέμβριο στην οποία εγγυητής θα είναι η ίδια η Ευρώπη των 25 και οι συμφωνίες τους με την Τουρκία .
Είναι σαφές ότι οι δυνατότητες που έχει η Αθήνα πάνε στο περιθώριο με επιλογή, όχι από πίεση ή άλλες ανάγκες.
Και είναι επίσης σαφές το ποια είναι η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και αυτές της Ν.Δ.
Οι πολιτικές των διασυνδέσεων, της αξιοποίησης κάθε βήματος ή συγκυρίας προς όφελος της Κύπρου έφεραν το μεγαλύτερο επίτευγμα της ελληνικής διπλωματίας τα τελευταία 30 χρόνια, με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε.
Σήμερα η απουσία διαχείρισης μεγάλων ζητημάτων είναι μια εξέλιξη που ζημιώνει εκ παραλλήλου το κυπριακό και το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Η επίλυση προβλημάτων είναι δείγμα γραφής πολιτικών που αξιοποιούν τις συγκυρίες, που σχεδιάζουν ευκαιρίες, που δημιουργούν δυνατότητες για καλύτερες ημέρες στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Διαφορετικά, πάνε στο χρόνο από πολιτική απρονοησία. Βεβαίως η Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο να διαφωνήσει με τις δηλώσεις Μολυβιάτη, ούτε θα έρθει η ίδια να θέσει ζητήματα (κυπριακό, υφαλοκρηπίδα) έτσι από καλή διάθεση. Στην πολιτική εκβιάζεις εξελίξεις, χρησιμοποιεί το veto ως εργαλείο πολιτικής ,αξιοποιεί προς όφελος σου τη μεγάλη επιθυμία Ερντογάν για έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης.
Διαφορετικά οι ευκαιρίες θα περνούν, οι εξελίξεις θα τρέχουν και οι δυνατότητες σου να επηρεάσεις τις εξελίξεις ολοένα και θα λιγοστεύουν. Ο χρόνος είναι πολιτική από τη στιγμή που τον ελέγχεις, τον θέτεις στην υπηρεσία των δικών σου συμφερόντων μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο.