Η ευγενής μας αντίφαση…
Διάβασα με πολλή προσοχή τα πρακτικά από συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου το 1975 (Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», έρευνα Μ. Δρουσιώτης) στις 8 Αυγούστου 1975. Η συζήτηση αποκαλύπτει με τον πιο καθαρό τρόπο πως εάν δεν υπάρχει ένας σημαντικός πυρήνας δυνάμεων που θα έχει συγκλίσεις πάνω στην ουσία του κυπριακού, κάθε συζήτηση παραμένει στη σφαίρα του αδιεξόδου. Η τότε συζήτηση αναζητούσε φόρμουλες διεξόδου ανάμεσα στην πολεμική επιλογή και την ειρηνική διευθέτηση, ανάμεσα στην πολυπεριφερειακή και τη διζωνική/δικοινοτική ομοσπονδία. Ο κεντρικός πυρήνας που προωθούσε εξελίξεις ήταν ο Μακάριος-άλλοι συμφωνούσαν μαζί του και άλλοι διαφωνούσαν «σιωπηλά», αλλά τελικά μερικοί «συμφωνούσαν διαφωνώντας» και μερικοί το αντίθετο. Μετά το Μακάριο το κάθε κόμμα ακολούθησε τη διαφορετική γραμμή του- πάντοτε εν ονόματι της πίστης στις υποθήκες του Μακάριου.
Στην ουσία δεν υπήρξε μια ευρείας έκτασης συναίνεση για το δέον γενέσθαι που να προέκυπτε από μια επίπονη, εις βάθος ανάλυση του κυπριακού και του μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος.
Πιθανώς αυτό να εξηγεί το ότι σήμερα 33 χρόνια μετά την εισβολή εξακολουθεί η ίδια «ακίνητη» δημόσια συζήτηση λ.χ. συζητάμε για να ορίσουμε τον όρο δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία. Αυτά γίνονται σήμερα αν και στην πολιτική ιστορία του κυπριακού έχουν καταγραφεί οι Συμφωνίες Κορυφής Μακαρίου-Ντενκτάς (1977) και Κυπριανού-Ντενκτάς (1979) ενώ οι ε/κ πολιτικές δυνάμεις συνδιαμόρφωσαν τις ομόφωνες(;) προτάσεις του Ιανουαρίου 1989.
Αυτό δείχνει πόσο επιπόλαιη και πόσο ρηχή παραμένει η αξιοπιστία του κομματικού μας συστήματος. Οι ευκαιριακές συζητήσεις δίνουν τον τόνο με κυρίαρχα τα μικροκομματικά/πελατειακά τους χαρακτηριστικά. Εξαιρέσεις υπάρχουν μόνο ως επιβεβαίωση του κανόνα.
Είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να το προσπερνάμε έτσι σαν να μην τρέχει τίποτα. Εάν για 33 τόσα χρόνια δεν καταφέραμε να βρούμε μια γενική συναίνεση περιγραμματικού, έστω, χαρακτήρα γύρω από ποια μορφή ομοσπονδίας αποδεχόμαστε, τότε όλα γίνονται πιο δυσκίνητα. Ποιος στο διεθνή χώρο θα προσέξει τα αιτήματά μας εάν δεν τα έχουμε διαμορφώσει και εάν –κυρίως- δεν τα έχουμε προβάλει πάνω σε μια συνεπή βάση; Εάν λ.χ. συζητάμε το 2007 αυτό που έπρεπε να οριστικοποιήσουμε το 1975 ή έστω το 1977, τότε πώς θα κερδίσουμε το στοίχημα της αξιοπιστίας στο διεθνές πεδίο;