Η Ευρωζώνη και οι ποινές
Μετά την περιπέτεια με την οικονομία της Ελλάδας, αρκετές χώρες με επικεφαλής την Γερμανία ζήτησαν να ληφθούν μέτρα για τις «απείθαρχες» χώρες της ευρωζώνης. Η πρόταση προχώρησε και η αλλαγή ολοκληρώθηκε. Σύμφωνα με τα νέα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή οι χώρες με αυξημένο έλλειμμα θα υποχρεωθούν να καταβάλουν έως και το 0.2% του ΑΕΠ τους. Τα χρήματα αυτά θα κατάσχονται ως πρόστιμο σε περίπτωση που η δημοσιονομική τους κατάσταση δεν βελτιώνεται. Επανελήφθη το γνωστό ότι το έλλειμμα των κρατών-μελών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ τους, ένα όριο που ενώ ήταν και πριν βασικό κριτήριο, στην πράξη δεν τηρήθηκε. Οι Υπουργοί Οικονομικών ετοίμασαν «δείκτες πορείας» που αφορούν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, την αγορά ακινήτων, το κόστος εργασίας, την πορεία των τιμών, την παραγωγικότητα και τους καλύτερους ελέγχους της Eurostat. Αν μια χώρα βρίσκεται εκτός δεικτών, θα μπαίνει αμέσως στη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και θα ελέγχεται από την Επιτροπή. Η Κομισιόν επιθυμεί γρήγορη επιβολή ποινών στα απείθαρχα κράτη-μέλη και εισηγήθηκε επιβολή ποινών με απλή πλειοψηφία. Τώρα οι προτάσεις πήραν το δρόμο για έγκριση από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Είναι αναντίλεκτο το γεγονός ότι η ΕΕ αν θέλει να διασφαλίσει μακροοικονομική σταθερότητα στην περιοχή της ευρωζώνης, πρέπει να βοηθά τα μέλη της να ακολουθούν μια πιο συνεπή δημοσιοοικονομκή πολιτική. Η νέα πρακτική θα προστατεύσει τις εθνικές οικονομίες, αφού η ΕΕ θα έχει τον πρώτο λόγο και μετα οι κυβερνήσεις. Η κυπριακή οικονομία χρειάζεται να μελετήσει σοβαρά τα νέα δεδομένα αφού ήδη βρίσκεται υπό την επιτήρηση της ΕΕ λόγω αυξημένου δημοσιονομικού ελλείμματος. Η Συμφωνία στις 30 Σεπτεμβρίου ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κυπριακής οικονομίας, αλλά βεβαίως δεν αποτελεί μια πλήρη απάντηση στο πρόβλημα. Η ΕΕ πήρε αποφάσεις για την δημοσιονομική πειθαρχία αλλά το πρόβλημα της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας χρειάζεται να παραμένει κορυφαία προτεραιότητα. Η Στρατηγική «Ευρώπη 2020» αποτελεί την αναγκαία απάντηση σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της Επιτροπής και των Υπουργών Οικονομικών για τον έλεγχο των μελών σε σχέση με τα ελλείμματα. Η ανάπτυξη, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η προσαρμογή της αγοράς σε νέες μορφές εργασιακής ευθύνης, χρειάζονται ευρύτερη, ευρωπαϊκή δράση για να δώσουν περισσότερο αποτέλεσμα.