Η λίστα Λαγκαρτ στη Λευκωσία!
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών Χ. Πατσαλίδης, μαζί με τον Έφορο Φορολογίας Γ. Λαζάρου παρέδωσαν στις 18 Σεπτεμβρίου στον Προέδρο της Βουλής Γ. Ομήρου τη (κυπριακή) «λίστα Λαγκάρντ» με τη μορφή cd. Προηγήθηκε σχετική επιστολή/αίτημα του Γ. Ομήρου στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Ν. Αναστασιάδη
Ο Γ. Ομήρου δήλωσε ότι «σε καμία περίπτωση αυτό δεν αποτελεί αμφισβήτηση ότι θα υπάρξει νομότυπος έλεγχος από τον κατά νόμο υπεύθυνο που είναι ο προϊστάμενος του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, δυνάμει του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας. Η Βουλή ζήτησε τη λίστα για σκοπούς πρόσθετης διασφάλισης ότι δεν θα υπάρξει οποιαδήποτε αλλοίωση ή αφαίρεση οποιουδήποτε από αυτή, δεδομένου, όπως είπε γεγονότων που συνέβησαν σε άλλες χώρες όπου υπήρξε κατάθεση αυτών των καταλόγων αλλά και για να ενισχυθεί το αίσθημα εμπιστοσύνης μέσα στο λαό. Αυτό το αίσθημα εμπιστοσύνης, είναι τόσο αναγκαίο σήμερα που το πολιτικό σύστημα περνά κρίση».
Ο Χ. Πατσαλίδης είπε ότι «παραδίδει τη λίστα Λαγκαρντ, την οποία εξασφάλισε ο έφορος φορολογίας από γαλλικές αρχές μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας που έχουμε με τις γαλλικές αρχές για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και της κοινοτικής οδηγίας για προστασία των προσωπικών δεδομένων».
Θεωρώ ότι η κίνηση της λίστας Λαγκάρτ κατά αυτόν τον τρόπο είναι λανθασμένη. Οι διοικητικές αρχές, οι υπηρεσίες του Εφόρου Φορολογίας και προσωπικά ο Γ. Λαζάρου έχουν την πλήρη ευθύνη να ερευνήσουν και να λάβουν αποφάσεις. Η μεταφορά της λίστας στην πολιτική ηγεσία, η παραλαβή της από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή η αποστολή της στον Πρόεδρο της Βουλής, δεν αποτελούν τις ενδεδειγμένες, υπό τις περιστάσεις, κινήσεις. Η πολιτική ηγεσία δίνει πολιτικές κατευθύνσεις αλλά δεν ερευνά, δεν εξετάζει, δεν λαμβάνει τις προβλεπόμενες από το νόμο αποφάσεις. Αυτό είναι στην ευθύνη της διοικητικής ιεραρχίας να ερευνήσει κάθε πτυχή και με βάση τα αποτελέσματα να λάβει αυτά ή εκείνα τα μέτρα. Οι εμπειρίες είναι γνωστές και η περίπτωση της ελληνικής λίστας Λαγκάρτ έδειξε την αδυναμία της γραφειοκρατίας να κρατήσει την αυτονομία της απέναντι στις παρεμβάσεις της πολιτικής ηγεσίας. Ο τότε Υπουργός Γ. Παπακωνσταντίνου χειρίστηκε το θέμα ως πολιτικάντης: ως δια μαγείας διαγράφηκαν από τη λίστα προσώπα που είχαν συγγενική ιδιότητα με τον ίδιο, γι’ αυτό οδηγήθηκε στο δικαστήριο!
Στην περίπτωση της Κύπρου τα πράγματα διαφέρουν. Η γραφειοκρατία διαθέτει αυτοτέλεια, μπορεί να ενεργήσει τον αναγκαίο έλεγχο, και, έτσι ή αλλιώς, πολιτικός προϊστάμενος υπάρχει για να ασκήσει τον εποπτικό του ρόλο. Η Βουλή ασκεί νομοθετική εργασία, δεν έχει τη διοικητική ευθύνη να λαμβάνει τη λίστα Λαγκάρτ, να διαβάζει ή και να σχολιάζει. Η Βουλή των Αντιπροσώπων μπορεί να ασκήσει τον ελεγκτικό της ρόλο στην περίπτωση που σημειώνεται καθυστέρηση στην έρευνα από τη διοικητική ιεραρχία, και όχι να οργανώνει τελετή παραλαβής μιας λίστας που ανήκει καθηκόντως στον Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων! Το αίσθημα εμπιστοσύνης εμπεδώνεται όταν οι θεσμοί λειτουργούν όπως το σύνταγμα επιτάσσει, όταν οι διάκριση των εξουσιών τηρείται και όταν ο καθένας κάνει αυτό που του αναλογεί με σοβαρότητα, πληρότητα και ελεγξιμότητα!