Η παράλειψη και το κόστος
Πρώτο ερώτημα: Πώς η Κύπρος ως υποψήφιο μέλος της ΕΕ είχε καταφέρει βήμα βήμα, σταθερά και με συνέπεια να ξεπεράσει όλα τα ισχυρά εμπόδια και να καταστεί μέλος της με τις υπογραφές στην Στοά του Αττάλου στις 16 Απριλίου 2003;
Δεύτερο ερώτημα: γιατί μετά την ένταξη δεν συνεχίστηκε αυτή η βήμα βήμα επιρροή και αξιοποίηση της ΕΕ ιδιαίτερα στην επίλυση του κυπριακού αφού εν τω μεταξύ η ένταξη έγινε πραγματικότητα;
Τρίτο ερώτημα: πώς εξηγείται η σημερινή ακινησία στο κυπριακό με την Κύπρο μέλος της Ένωσης με δεδομένη την εκφρασθείσα πρόθεση των Β. Ρομπάι και Μ. Μπαρόσο να βοηθήσουν στην επίλυση;
Τέταρτο ερώτημα: ο κύκλος των φίλων της Κύπρου μέσα στην ΕΕ μειώθηκε. Παλαιότερα ένας σημαντικός αριθμός πολιτικών στήριξε την Κύπρο και τον αγώνα για ένταξη και επίλυση. Χάθηκαν στο δρόμο αρκετοί και το χειρότερο δεν βλέπω να απασχολεί ή να ανησυχεί αυτό τη δημόσια σφαίρα της πολιτικής.
Πέμπτο ερώτημα: το κυπριακό ως ένα κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό ζήτημα που αφορά ένα κράτος μέλος (εισβολή, κατοχή, επίλυση) δεν απασχόλησε καμία Σύνοδο Κορυφής, κανένα Συμβούλιο Υπουργών από το 2004 και μετά. Όταν ερχόταν κάτι προς συζήτηση κυρίως στο COREPER αφορούσε συμπληρωματικά την πρόοδο της ευρωτουρκικής σχέσης (2005, 2009) και τυχόν αντιδράσεις της Κύπρου ειδικά στις 3 Οκτωβρίου 2005, και όχι την ουσία του κυπριακού και τη συνολική ειρηνευτική διαδικασία.
Οι παραλείψεις συνιστούν επιλογή και η σημερινή ακινησία έχει οπωσδήποτε κάποια ερμηνεία.
Σχόλιο πρώτο: για να αλλάξεις τα δεδομένα, για να είναι η ΕΕ πρωταγωνιστής εξελίξεων, χρειάζεται πρώτα να το θέλεις, να έχεις σχέδιο, γνώση του περιβάλλοντος, του τρόπου λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος, πειθώ, παρουσίαση σχεδίων κατά τον τρόπο που λειτουργεί το ενωσιακό σύστημα, χρειάζονται σύμμαχοι. Ο πολύ καλός γνώστης του θέματος καθηγητής Π. Ιωακειμίδης σημειώνει στα «Νέα» στις 18 Αυγούστου: «χωρίς συμμάχους είναι σχεδόν αδύνατο μια χώρα-μέλος να είναι αποτελεσματική στην ενωσιακή διαπραγματευτική διαδικασία. Η ΕΕ, ως γνωστόν, λειτουργεί ως σύστημα διαπραγματευτικών συνασπισμών – συμμαχιών. Χωρίς συμμαχίες, μια χώρα περιθωριοποιείται και αποτυγχάνει στο διαπραγματευτικό παιχνίδι άσκησης επιρροής και μεγιστοποίησης διαπραγματευτικών στόχων και συμφερόντων…στο ενωσιακό σύστημα οτιδήποτε συμφωνηθεί, ύστερα από βασανιστικές στις περισσότερες φορές διαπραγματεύσεις, θεωρείται «ιερό», εφαρμόζεται από όλους. Αυτή είναι η κουλτούρα του συστήματος…»
Σχόλιο δεύτερο: αν κάποιος κοιτάξει με προσοχή την ενταξιακή διαδρομή θα διαπιστώσει ότι η ΕΟΚ/ΕΕ τήρησε όλες τις δεσμεύσεις της απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Συνεπώς το ερώτημα ποιος μπορεί να εγγυηθεί την επόμενη ημέρα στο κυπριακό η απάντηση είναι σαφής: εκείνη η δύναμη που τήρησε όλες τις δεσμεύσεις της απέναντι στην Κύπρο. Στον Γ. Κρανιδιώτη ανήκει η φράση-όπως τη διατύπωσε στον υπογράφοντα το άρθρο αυτό: «οι ευρωπαίοι είναι σοβαροί άνθρωποι, τηρούν τις δεσμεύσεις τους, τήρησαν όλες τις αποφάσεις τους για την Κύπρο, αυτό να μην το ξεχνάμε…»
Σχόλιο τρίτο: παλαιότερα ορισμένες δυνάμεις στην Κύπρο συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην αποξένωση της Κύπρου από τους ευρωπαίους φίλους της. Με ρητορεία καφενείου, με βαρύτατους χαρακτηρισμούς που δεν αφορούν την ενωσιακή σχέση και κουλτούρα, με αντίληψη ότι «όποιος δεν συμφωνεί, να μείνει μακριά, αλλιώς είναι εχθρός», η Κύπρος απώλεσε σημαντική πολιτική ισχύ, δημιούργησε αμφιβολίες, κάτι που έως ένα βαθμό εξηγεί την σημερινή ακινησία.
Σχόλιο τέταρτο: Η τεράστια πρόκληση είναι να αλλάξουμε τα πράγματα, να αποκαταστήσουμε τη διασύνδεση κυπριακού-ευρωτουρκικής σχέσης, να θέσουμε την ΕΕ σε ρόλο πρωταγωνιστή στην προσπάθεια επίλυσης. Η άσκηση της προεδρίας της ΕΕ από την Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ακόμα πλεονέκτημα. Είναι πλεονέκτημα, φτάνει να το αξιοποιήσουμε.
Σχόλιο πέμπτο: γύρω από την σχέση ΕΕ-κυπριακού έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες που η βάσανος του χρόνου έχει αποδείξει ανεδαφικές και εν μέρει δημαγωγικές. Η μόνη στρατηγική που με έργα απέδειξε ότι στέκεται σε γερά θεμέλια και αλλάζει συσχετισμούς είναι η πολιτική που περιέγραψα πιο πάνω. Είναι εκείνη που έγραψε ιστορία γιατί είναι βαθύτατα ρεαλιστική, προοδευτική και ευρωπαϊκή.