Η σιωπή και τα οδοφράγματα

Το ερώτημα τέθηκε από την αρχή, στις 23 Απριλίου 2003. Πώς αντιδρά μια συντεταγμένη κοινωνία με τα κυπριακά χαρακτηριστικά (εισβολή, κατοχή) απέναντι στην πρωτοβουλία της Τουρκίας να ανοίξει διόδους ανάμεσα στην κατεχόμενη Κύπρο και τις ελεύθερες περιοχές; Ο Σερντάρ Ντενκτας στις 29 Μαρτίου 2003 είπε τα εξής στην εφημερίδα «Τζουμχουριέτ»:

«Μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ειναι αναγκαία μεταξύ τ/κ και ε/κ πριν απο την επίλυση του κυπριακού. Επειδή δεν είναι δυνατον να λυθεί το κυπριακό εως τις 16 Απριλίου 2003-την ημέρα της ανακοίνωσης για την ένταξη της Νότιας Κύπρου στην ΕΕ – η ελεύθερη διακίνηση και το εμπόριο πρέπει να είναι η αρχή για να πιάσουμε την ευκαιρία για λύση στο μέλλον. Έτσι οι τ/κ θα μπορούσαν να πηγαίνουν στο Νότο και οι ε/κ να πηγαίνουν στο Βορρά ….». Η εφημερίδα «Τζουμχουριέτ» στέγασε την είδηση κάτω απο τον τίτλο «Δηλώσεις σοκ από τον Σερντάρ Ντενκτας..».

Επί της ουσίας η16 Απριλίου 2003 (υπογραφή της Συνθήκης για την ένταξη των δέκα νέων μελών στην ΕΕ) προκάλεσε την 23 Απριλίου. Η Τουρκία υποχρεώθηκε από την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της Κύπρου να κινηθεί και επέβαλε στον Ρ. Ντενκτάς να αποδεχθεί την κίνηση αυτή. Συνεπώς η ε/κ ηγεσία θα μπορούσε να γνωρίζει και να είναι έτοιμη για την όποια 23 Απριλίου. Με βάση τα πιο πάνω να πάρει θέση, να καθοδηγήσει τον απλό πολίτη, να θέσει ένα διάγραμμα ευθύνης. Δεν το έπραξε. Οι κατευθύνσεις αυτές δεν γίνονται με «εγκυκλίους». Αυτά γίνονται με πολιτική παρέμβαση, με δημόσια άσκηση της πειθούς, με πειστική προσπάθεια σε διάφορα επίπεδα για να υπάρχει μια γενική κατεύθυνση σε μια νέα εξέλιξη. Η ε/κ ηγεσία παρέμεινη αδρανής και σήμερα όλα είναι στη σφαίρα της απορίας, των ερωτημάτων και της σύγχυσης. Έτσι ο καθένας κινήθηκε όπως ο ίδιος έκρινε. Στο επίμαχο ζήτημα θεωρώ ότι κάτω από συγκεκριμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να πάει κάποιος ε/κ στα κατεχόμενα.

Πρώτο, στο επίπεδο του απλού πολίτη να πάει για να δει το σπίτι και όσα είναι ο δικός του κόσμος της μνήμης – και της επιστροφής.

Δεύτερο, στο ευρύτερο επίπεδο οι φορείς της οργανωμένης κοινωνίας ( κόμματα, συνδικάτα, οργανώσεις) να αναπτύξουν διάλογο με αντίστοιχους τ/κ με στόχο τη διεύρυνση της ρωγμής στο τείχος του Αττίλα, να δουλέψουν με σχέδιο για να δημιουργήσουν ένα κλίμα επικοινωνίας και όπου είναι δυνατόν και συνεννόησης.

Η συντεταγμένη κοινωνία θα μπορούσε με σαφή τρόπο να πει το όχι στις επισκέψεις στα καζίνα στα κατεχόμενα, να αρνηθεί εκείνο το είδος της μετάβασης στα κατεχόμενα που στο τέλος της ημέρας ενισχύει τις δυνάμεις που θέλουν τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης πραγμάτων. Η 23 Απριλίου 2003 απαιτούσε μια ισορροπημένη πολιτική διαχείρισης των εξελίξεων. Απαιτούσε να «ρυθμίσουμε» τις εξελίξεις με σχέδιο, με στόχους, και πρόγραμμα. Είναι λ.χ. ένα θετικό βήμα η χορήγηση ταυτοτήτων/διαβατηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τ/κ. ΄Άλλες επιλογές χρειάζεται να γίνεται με τρόπο που να μην παραγνωρίζουν τις δίκαιες ευαισθησίες των ε/κ. Για το τελευταίο σημείο δύο παραδείγματα από το χώρο της εργασίας και της υγείας:

Πρώτο, χιλιάδες τ/κ εργάζονται στις ελεύθερες περιοχές. Είναι ακατανόητο να εργάζονται χωρίς να πληρώνουν πουθενά και τίποτα. Κατά τη γνώμη μου χρειάζεται να πληρώνουν ένα ειδικό εφάπαξ ποσό σε ετήσια βάση στην Κυπριακή Δημοκρατία, αντί της σημερινής κατάστασης.

Δεύτερο, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που παρέχεται σε τ/κ στα νοσηλευτήρια στις ελεύθερες περιοχές να μπει σε νέα βάση. Κάθε τ/κ να πληρώνει ένα μίνιμουμ ποσό, να πληρώνει με ένα τρόπο στα ταμεία των νοσοκομείων, αντί της σημερινής κατάστασης.

Η πολιτική ασκείται με βάση μια ανάλυση η οποία χρειάζεται να υπηρετεί ένα σκοπό. Η σημερινή κατάσταση είναι κατά την κρίση μου ακατανόητη. Αντί να βελτιώνει ένα κλίμα το χειροτερεύει και ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να αλλάξει κάτι, να διαπιστώσει κάτι και εν τέλει να πάρει αποφάσεις. Θεωρώ ότι σε εξελίξεις που από τη φύση τους είναι «εν κινήσει», χρειάζεται να τις προσαρμόζουμε για να υπηρετούμε μείζονος σημασίας επιδιώξεις.