Η Στοά του Αττάλου ζήτησε αλλαγή…
Η πρόταση για αναβολή του δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου 2004 ήταν –σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Β. Πάλμα- το αντικείμενο των δύο συναντήσεων της «Στράκκας», μια ανάμεσα στον Τ. Παπαδόπουλο, τον Δ. Χριστόφια και τον Σερτνάρ Ντενκτάς και μια άλλη ανάμεσα στους Τ. Παπαδόπουλο, Δ. Χριστόφια με εκπρόσωπο του Μ.Α.Ταλάτ. Ο Β. Πάλμας υποστήριξε (31/10/07) ότι οι συναντήσεις της «Στράκκας» αφορούσαν « προσπάθεια να πεισθεί ο Ντενκτάς να μην οδηγηθούμε σε δημοψηφίσματα. Εγινε και δεύτερη συνάντηση στην παρουσία και εκπροσώπου του κ. Ταλάτ όπου πάλι έμειναν αμετάπειστοι όσον αφορά το θέμα των δημοψηφισμάτων».
Εν συνεχεία ο Β. Πάλμας ανέφερε πως «με μεγάλη άνεση και εκ των υστέρων γίνεται κριτική για πράγματα για τα οποία τότε κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να κάνει κριτική και κυρίως εννοώ τον κ. Χριστόφια και το ΑΚΕΛ». Γίνεται, πρόσθεσε, προσπάθεια «να φορτωθεί ο Πρόεδρος ευθύνες για τη συγκεκριμένη περίοδο και συγκεκριμένα πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φόρτωσε στον κυπριακό λαό να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά την συγκεκριμένη περίοδο».
Μια τέτοιας εμβέλειας κίνηση -και υπό τις τότε περιστάσεις η ενδεικνυόμενη- απαιτούσε ως πρώτη ενέργεια τη συζήτηση πάνω σε πραγματικά δεδομένα που η τότε συγκυρία δημιούργησε.
Επιβαλλόταν η σύγκλιση του Εθνικού Συμβουλίου. Μέσα σε πνεύμα συλλογικότητας να γίνει η σχετική συζήτηση ώστε όλα μαζί τα ε/κ κόμματα να ανασκοπήσουν την κατάσταση και να πάρουν αποφάσεις. Συζήτηση πάνω σε πραγματικά δεδομένα για να παραχθεί θετικό αποτέλεσμα.
Πρώτο, όταν απορρίπτεις μια διαδικάσια χρειάζεται να προτείνεις μια άλλη και να εισηγείσαι πώς αυτή θα λειτουργήσει.
Δεύτερο, δημιουργείς κύκλο επαφών στο εξωτερικό, πείθεις για την πρωτοβουλία σου και θέτεις τα αιτήματά σου.
Τρίτο, έχεις καθαρή στρατηγική ως προς το τι επιδιώκεις και τι διεκδικείς λ.χ. πώς συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις η ΕΕ. Τέταρτο, στο διαπραγματευτικό πεδίο έχεις διαμορφωμένες εναλλακτικές εισηγήσεις που αφορούν κεφάλαια του διαπραγματευτικού πλαισίου που επιδιώκεις να αλλάξεις. Ετοιμάζεις εναλλακτικές προτάσεις κάτω από το φως νέων πολιτικών δεδομένων (λχ. εγγυήσεις, ασφάλεια, αμυντική συνεργασία ΕΕ-Κύπρου) που είχαν δημιουργηθεί με την υπογραφή της Συνθήκης Διεύρυνσης της ΕΕ στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2003 στο Στοά του Αττάλου- η ΕΕ από τα 15 στα 25 μέλη με την Κύπρο πλήρες μέλος.
Ασφαλώς μια τέτοια πρωτοβουλία από την πλευρά της Λευκωσίας θα έπρεπε να τεθεί υπόψιν της Ελληνικής Κυβέρνησης ώστε αυτή να αναλάβει το κύριο βάρος της ευθύνης για την ανασυγκρότηση του τότε διπλωματικού/διαπραγματευτικού σκηνικού. Η Ελλάδα είχε σοβαρές συμμαχίες στον ευρωπαϊκό χώρο και μπορούσε να δώσει αποτελεσματική υποστήριξη στην κυπριακή πρώτη κίνηση.
Ταυτόχρονα θα μπορούσε να γίνει ενημέρωση και διαβούλευση με τις Βρυξέλλες. Θα ήταν σημαντικό η θεσμική ΕΕ να έχει «εσωτερική» ενημέρωση ώστε η πρόταση για αναβολή να έχει την ευρωπαϊκή κάλυψη. Σε ένα τόσο σημαντικό χειρισμό χρειαζόταν η πειστική τεκμηρίωση/παρουσίασή του στους ευρωπαίους εταίρους και, ως γνωστόν, η Αθήνα είχε πολύ καλή συνεργασία με πρόσωπα – κλειδιά του τότε ευρωπαϊκού οικοδομήματος όπως ο γερμανός καγκελάριος Γ. Σρέντερ, ο γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ρ. Πρόντι και ο Επίτροπος για τη Διεύρυνση Γ. Φερχόιγκεν.
Η λύση όπως που είχε επιλεγεί τότε με τις συναντήσεις της «Στράκκας» για επαφές με τον Σ. Ντενκτάς ήταν αδιέξοδη. Η πρωτοβουλία απαιτούσε συγκεκριμένες, θεσμικές κινήσεις που θα έδιναν το πλεονέκτημα της εγκυρότητας στην ε/κ πλευρά. Η αναζήτηση ενός άλλου διαπραγματευτικού τοπίου ήταν ένα θεμιτο δικαίωμα της ε/κ πλευράς. Εκτιμώ ότι μια τέτοια πρωτοβουλία με τους πιο πάνω όρους θα παρείχε στην ε/κ πολιτική ηγεσία την ευχέρεια για μια νέα φάση στην πολιτική και διαπραγματευτική της δραστηριότητα.