Η Τουρκία ένα χρόνο μετά την 17η Δεκεμβρίου
Ένα χρόνο μετά τη 17η Δεκεμβρίου 2004 μπορούμε να διαγράψουμε μια πρώτη αποτίμηση του ευρωτουρκικού ταγκό. Τι έγινε στις 17 Δεκεμβρίου 2004, τι καταγράφεται ως απολογισμός στις 17 Δεκεμβρίου 2005. Εν πρώτοις πρέπει να σημειωθεί ότι η 17 Δεκεμβρίου 2004 περιείχε μεγάλη ποσότητα ικανοποίησης στην Άγκυρα. H κυβέρνηση Ερντογάν πήρε το προσδοκώμενο, ενώ η αντιπολίτευση ασκούσε κριτική για υπερβολικές παραχωρήσεις της στην ΕΕ. Στην ουσία το πολιτικό βήμα που έγινε πριν ένα χρόνο “δεσμεύτηκε” από την 3η Οκτωβρίου 2005: η Τουρκία μπήκε στα βαθιά νερά μέσα από την Έκθεση της Επιτροπής στις 9 Νοεμβρίου και κυρίως μέσα από την (αναθεωρημένη) Εταιρική Σχέση Τουρκίας-ΕΕ στις 14 Δεκεμβρίου 2005.
Στην Έκθεση της 9ης Νοεμβρίου 2005 καταγράφονται με σαφήνεια τόσο οι βραχυπρόθεσμοι όροι (εκπλήρωσή τους σε 1-2 χρόνια) όσο και οι μακροπρόθεσμοι έτσι που η Τουρκία να προσαρμόζεται στις ευρωπαϊκές πρακτικές. Είναι ο δρόμος που με σαφήνεια παρουσιάζει η Έκθεση της 9ης Νοεμβρίου 2005:
Α) Να συνεχιστεί ο περιορισμός του ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή και να επιβληθεί πλήρης πολιτικός έλεγχος στη στρατιωτική και αμυντική πολιτική και τις σχετικές δαπάνες.
Β) Να καταργηθεί η παραπομπή πολιτών σε στρατοδικεία.
Γ) Να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Δ) Να τεθεί τέρμα στην πρακτική των βασανιστηρίων.
Ε) Ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών κοινοτήτων με σεβασμό στα αστικά δικαιώματά τους με ειδικές αναφορές στην επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και την απρόσκοπτη δραστηριότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Α.Γκιουλ σχολίασε το περιεχόμενο της Έκθεσης της 9ης Νοεμβρίου επικαλούμενος την τουρκική «ιδιαιτερότητα». Είπε «ότι μπορεί να μην συμφωνήσουμε σε όλα τα σημεία που περιλαμβάνονται στο κείμενα αυτά. Μπορεί να υπάρχουν κάποια ευαίσθητα ζητήματα… θα διατυπώσουμε τις σχετικές ανησυχίες μας κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων». ( 9/10/2005).
Η Εταιρική Σχέση Τουρκίας-ΕΕ όπως αυτή διαμορφώθηκε ανάμεσα στα δύο μέρη στις 14 Δεκεμβρίου 2005 αποτελεί ένα εκτεταμένο κατάλογο από συγκεκριμένες δεσμεύσεις που η Άγκυρα οφείλει να εκπληρώσει σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο ( σε ένα ή δύο έτη) ή σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο (σε τρία ή τέσσερα έτη) και αφορά όχι μόνο τη νομοθετική προσαρμογή αλλά και την εφαρμογή τους.
Οι βασικές ενότητες της Εταιρικής Σχέσης είναι αποκαλυπτικές του εκτεταμένου έργου που αναμένει την τουρκική κοινωνία:
Μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης με στόχο τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, λογοδοσία, και διαφάνεια.
Έλεγχος της πολιτικής επί της στρατιωτικής εξουσίας για να εξασφαλιστεί ότι οι πολιτικές αρχές ασκούν πλήρως τα εποπτικά τους καθήκοντα ειδικότερα όσον αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής ασφαλείας και την εφαρμογή της.
Ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα που να υπηρετεί τις θεμελιώδεις ελευθερίες σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Καταπολέμηση της διαφθοράς με εφαρμογή του κανονισμού για τις αρχές δεοντολογίας των δημοσίων υπαλλήλων.
Προστασία των μειονοτήτων σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρχές των ΗΕ και τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μηδενική ανοχή απέναντι στις πρακτικές των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης με κύρωση του πρωτοκόλλου της σύμβασης των ΗΕ που προβλέπει την καθιέρωση συστήματος ανεξάρτητης παρακολούθησης των φυλακών.
Να διασφαλιστεί η ελευθερία του εκφράζεσθαι, περιλαμβανομένης της ελευθερίας του τύπου, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και συμβολή της στη διαμόρφωση δημοσίων πολιτικών.
Ελευθερία της θρησκείας ώστε με συνολική νομοθετική αλλαγή να διευθετηθούν όλες οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μη μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες. Να εφαρμοστεί η νομοθεσία για τα δικαιώματα των γυναικών και να προωθηθεί περαιτέρω ο ρόλος των γυναικών στην κοινωνία.
Ανεμπόδιστη δράση των συνδικαλιστικών ενώσεων σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Προγράμματα για βελτίωση της κατάστασης στο ανατολικό και νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας (μείωση περιφερειακών ανισοτήτων, επιστροφή των εκτοπισθέντων κούρδων στις αρχικές εστίες τους, ταχεία αποζημίωση για όσους υπέστησαν απώλειες και καταστροφές λόγω της κατάστασης ασφαλείας στη νοτιοανατολική περιοχή της χώρας, κατάργηση του συστήματος φρούρησης των χωριών).
Είναι βέβαιο ότι από την εκπλήρωση αυτών των όρων θα προκύψει μια νέα κατάσταση πραγμάτων στη χώρα αυτή. Θα δημιουργηθεί μια «νέα Τουρκία». Για να διανυθεί αυτός ο δρόμος αυτός εξαρτάται από τη βούληση της τουρκικής κυβέρνησης και των συσχετισμών δύναμης στην τουρκική πολιτική σκηνή. Δυνάμεις από την “ανατολική” παράταξη έχουν ήδη αντιδράσει απέναντι στο πρόγραμμα αυτών των αλλαγών. Το ΡΛΚ του Ν. Μπαϊκάλ, οι στρατηγοί , και ορισμένοι εισαγγελείς έχουν ως κεντρικό μοτίβο το φόβο για την ακεραιότητα του κράτους που απειλείται από τις “πιέσεις” των Βρυξελλών για διασφάλιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Οι δυνάμεις αυτές εκφράζουν τους φόβους της «παλαιάς» Τουρκίας ότι οι αλλαγές θα επηρεάσουν τις κατευθύνσεις που δημιούργησε η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923. Ισχυρίζονται ότι οι μεταρρυθμίσεις που ζητά η ΕΕ θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου και θα οδηγήσουν στο διαμελισμό της χώρας. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Ε. Απακάν προειδοποίησε τον επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΕ στην Τουρκία Χανς Κρέτσμερ «να είναι προσεκτικός στις δηλώσεις του» και υπογράμμισε ότι «είναι εκτός συζήτησης αλλαγές στη Συνθήκη της Λωζάνης» (30//11/2005).
Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι προϊόν μια ιστορικής συγκυρίας που περιβάλλεται από τα δικά της πολιτικά χαρακτηριστικά: νίκη της Τουρκίας στο μικρασιατικό μέτωπο, αλαζονεία των νικητών, συνεργασία με τους κούρδους, και κυρίως πρακτικές που επέφερε το τουρκικό «σύνδρομο της περικύκλωσης» από το 1923 και έπειτα. Σήμερα στην εποχή που η Τουρκία αποφασίζει να εφαρμόσει τα ευρωπαϊκά κριτήρια είναι προφανές ότι οι ορισμοί και οι ερμηνείες που δίνει η Συνθήκη της Λωζάνης για τους «μη μουσουλμάνους» που ζουν στην τουρκική επικράτεια, δεν ανταποκρίνονται στην ευρωπαϊκή αντίληψη για τον ορισμό, άρα και στο σεβασμό των δικαιωμάτων που πρέπει να έχουν οι μειονότητες. Η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί «ταμπού» για το κεμαλικό κατεστημένο αλλά αυτό που εισηγούνται τα ευρωπαϊκά κείμενα της 9ης Νοεμβρίου και της 14ης Δεκεμβρίου είναι να αναθεωρηθεί ο βασικός πυρήνας που καθιέρωσε η Συνθήκη της Λωζάνης για τις μειονότητες που ζουν στην τουρκική επικράτεια. Δεν είναι έργο εύκολο. Προκαλεί εκρήξεις, δημιουργεί εντάσεις. Είναι όμως σημαντικό το ότι η ΕΕ έθεσε τους κανόνες του παιχνδιού, πήρε πρωτοβουλίες και σε σύντομο χρονικό διάστημα έθεσε το πλαίσιο μιας έντιμης συνεννόησης με όλη την τουρκική κοινωνία. Από την 17η Δεκεμβρίου 2004 έως τη 14η Δεκεμβρίου 2004 έχει κωδικοποιηθεί ο «οδικός χάρτης» για όλα όσα η Τουρκία δεσμεύεται να ψηφίσει και να εφαρμόσει. Αυτό από μόνο του συνιστά μια μεγάλη πρόοδο για το μηχανισμό της ΕΕ και ένα μεγάλο στοίχημα για την τουρκική κοινωνία.