Ιερά σύνοδος και Κυπριακό

Στις 21 Ιουλίου 2014 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου απεφάνθη ότι «τελικός και αμετάθετος στόχος της Τουρκίας είναι η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου». Η ΙΣ συνήλθε υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου με θέμα συζήτησης το κυπριακό. Προς ενίσχυση της πιο πάνω θέσης η ΙΣ τονίζει ότι « η κωλυσιεργία στις επί σαράντα χρόνια διεξαγόμενες συνομιλίες καθώς και ο συνεχιζόμενος και εντεινόμενος εποικισμός σ` αυτό αποσκοπούν», γι’ αυτό «καλεί όλους, πολιτική ηγεσία και λαό όπως, ομονοούντες, επιδιώξουμε να αποτρέψουμε την υλοποίηση των σχεδιασμών της Τουρκίας».

Σχόλιο: Δεν γνωρίζω πώς προκύπτει η πιο πάνω θέση, παλαιότερα στα χρόνια που κυριαρχούσε το «βαθύ κράτος» στην Τουρκία υπήρχαν φωνές τύπου Ετσεβίτ που πίστευαν ότι «η μη λύση, είναι λύση». Στα διάδοχα χρόνια η θέση Ερτογάν ήταν πως «η μη λύση δεν είναι λύση», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζονται οι ε/κ με τις τ/κ θέσεις στη μορφή και το περιεχόμενο της επιδιωκόμενης ομοσπονδίας όπως την περιγράφουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν η ΙΣ, στη βάση της πιο πάνω ανάλυσή της, μπορούσε να εξηγήσει το γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία έδωσε πράσινο φως στην κατοχική δύναμη να αρχίσει ενταξιακές συνομιλίες χωρίς κανένα αντάλλαγμα στις 3 Οκτωβρίου 2005…

Σε μια άλλη παράγραφο της απόφασης της ΙΣ διαβάζουμε διαφορετικά πράγματα. Ως εξής: «Στην περιοχή μας εξελίσσονται, τον τελευταίο καιρό, ενθαρρυντικά για την πλευρά μας γεγονότα όπως: Η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ, η ανατροπή της ισλαμικής Κυβέρνησης στην Αίγυπτο, η προσέγγιση μας με το Ισραήλ και η συνεχιζόμενη ψυχρότητα του τελευταίου με την Άγκυρα. Αξιοποιώντας ορθά αυτά τα γεγονότα θα δημιουργήσουμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για επιδίωξη μιας λύσης επωφελούς, τόσο για τους Ελληνοκυπρίους, όσο και για τους Τουρκοκυπρίους».

Σχόλιο: Δεν γίνεται να ισχύουν ταυτόχρονα και οι δύο πιο πάνω απόψεις. Είτε «τελικός και αμετάθετος στόχος της Τουρκίας είναι η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου», είτε «θα δημιουργήσουμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για επιδίωξη μιας λύσης επωφελούς, τόσο για τους Ελληνοκυπρίους, όσο και για τους Τουρκοκυπρίους». Ένα από τα δύο ισχύει και δεν γνωρίζω ποιο από τα δύο η ΙΣ τελικά προκρίνει.

Η Ιερά Σύνοδος στη συνέχεια της ανακοίνωσης, πιστεύει ότι για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για αγώνα χρειάζεται, μεταξύ άλλων, όπως «οι πολιτικοί μας επανεύρουν την αξιοπιστία τους ανάμεσα στον λαό, οι υπεύθυνοι για την οικονομική κατάρρευση του τόπου παρουσιαστούν ενώπιον της δικαιοσύνης (το αίσθημα της δικαιοσύνης πρέπει να αποκατασταθεί στον λαό), δοθεί η πρέπουσα προσοχή στην παιδεία του τόπου και αποκατασταθούν οι αξίες και τα ιδανικά της πίστης και της φυλής μας».

Σχόλιο: πράγματι σωστές επισημάνσεις, ειδικά η θέση ότι «το αίσθημα της δικαιοσύνης πρέπει να αποκατασταθεί στον λαό», αλλά αξίζει ενός ειδικού σχολίου η θέση «να δοθεί η πρέπουσα προσοχή στην παιδεία του τόπου και αποκατασταθούν οι αξίες και τα ιδανικά της πίστης και της φυλής». Εξ όσων γνωρίζουμε για πολλές δεκαετίες οι Υπουργοί Παιδείας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ετύγχαναν της έγκρισης της ηγεσίας της Εκκλησίας, συνεπώς είχαν μια γενική άποψη στα πράγματα που ήταν σύμφωνη με την εκκλησιαστική ηγεσία. Η θέση της ΙΣ δεν είναι κατανοητή: είτε όσοι διορίστηκαν δεν τα κατάφεραν (;), είτε, πράγμα απίθανο, έφεραν οπισθοδρόμηση (;), και τώρα η ΙΣ ζητά να «αποκατασταθούν οι αξίες και τα ιδανικά της πίστης και της φυλής».

Το ουσιώδες ζήτημα αφορά τον τρόπο που η Εκκλησία αντιλαμβάνεται το ρόλο της στα πολιτικά ζητήματα. Είναι αυτονόητο ότι κάθε ένας πολίτης, κάθε οργανισμός και φορέας να εκφράζει απόψεις, αγωνίες, να διατυπώνει εισηγήσεις για την Κύπρο χωρίς κατοχικά στρατεύματα. Από αυτό μέχρι τη διατύπωση θέσεων που απαιτούν ειδική γνώση, λεπτομερή παρακολούθηση, ισχυρή επιστημονική και πολιτική εκτίμηση, ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος και των εσωτερικών ζυμώσεων στην  Τουρκία, υπάρχει απόσταση. Η πρώτη προσέγγιση βοηθά, η δεύτερη δεν είναι παραγωγική. Η ΙΣ αποφάσισε ότι «στο μέλλον συνέρχεται , κατά περιόδους, και εξετάζει το Κυπριακό και τις εξελίξεις του δίνοντας τις κατευθυντήριες γραμμές στο λαό». Θεωρώ ότι είναι επόμενο να διατυπώνει τις σκέψεις της, αλλά «τις κατευθυντήριες γραμμές στο λαό» τις διαμορφώνει η εκλεγμένη από το λαό πολιτική ηγεσία. Αυτό διαλαμβάνει το πολίτευμα της Κύπρου και η αντίληψη ότι μια δεύτερη εξουσία έχει ειδικό προνόμιο «να κατευθύνει το λαό», αντίκειται στις αξίες της λαϊκής κυριαρχίας και του κοσμικού χαρακτήρα του κυπριακού κράτους.