Ημικρατικοί και αυτονομία θεσμών
Αν το έργο ήταν μια κάποια ταινία γουέστερν, τότε ο τίτλος θα έλεγε: «Ντίνος εναντίον Μάριου». Αν ήταν όμως μια συνηθισμένη κυπριακή παραγωγή, ο τίτλος θα ήταν «πώς το δέντρο, νικάει το δάσος». Όλες οι συζητήσεις για τα Δ.Σ. των ημικρατικών οργανισμών έμειναν στις κλασικές πια κουβέντες. Να υποβάλουν δηλαδή τις παραιτήσεις τους, ώστε να διευκολύνουν το έργο της νέας κυβέρνησης. Θα μπορούσε κανείς θα υπενθυμίσει το τι έγινε το ’86. Τι στάση είχαν τα κόμματα, και πώς στο τέλος δέχτηκαν την άποψη Βασιλείου για πολυκομματική συμμετοχή στα Δ.Σ. των ημικρατικών. Τελικά, βεβαίως, κανένα κόμμα δεν έπεισε πως θέλει μια διαφορετική πορεία. Όλα έμειναν στην αντίληψη της κομματικής «κατάληψης» των οργανισμών, της νομής, των κερδών που φιλοδοξούν να πάρουν από διορισμούς, μεταθέσεις, ισχύ.
Η περίπτωση του ΡΙΚ είναι όμως ιδιαίτερη. Θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν διαφορετικά και το ’88 και το ’93. Ένας οργανισμός, το ΡΙΚ, θα μπορούσε να στελεχωθεί στο επίπεδο του Δ.Σ. με άτομα οικουμενικής καταξίωσης. Να απορριφθεί δηλαδή η αντίληψη της μονοκομματικής διοίκησης (επί ΔΗΚΟ), να απορριφθεί η αντίληψη της πολυκομματικής ισορροπίας (επί Βασιλείου), και να πάμε σε μια διαφορετική πορεία. Στο Δ.Σ. του ΡΙΚ θα έπρεπε να υπάρχουν άτομα με ειδικές γνώσεις στα Μ.Μ.Ε., άτομα με εγνωσμένη επάρκεια, με γενικό κύρος, με δεδομένη την αυτονομία τους απέναντι στις (όποιες) εξελίξεις. Έτσι, θα μπορούσαν να παράγουν έργο, έξω και πέρα από τις προεδρικές εκλογές, έξω και πέρα από τις κομματικές σκοπιμότητες. Η τηλεόραση, αυτή η Δεύτερη Υπερδύναμη, αντιμετωπίζει φοβερές πιέσεις από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Δεν μπορεί, λοιπόν, με ξεπερασμένα εργαλεία να αντιμετωπίσει το σήμερα. Άρα, απαιτείται ένας γιγαντιαίος προγραμματισμός, μια γενναία προσπάθεια για την τηλεόραση του μέλλοντος. Θα μπορούσε βεβαίως, εδώ να αντιταχθεί ένα απλό επιχείρημα. Όταν ο Υπουργός Εσωτερικών Ντίνος Μιχαηλίδης κάνει λόγο για την «εφαρμογή του προγράμματος της νέας Κυβέρνησης στο ΡΙΚ», θα ανέμενε κανείς να ακούσει ποιο είναι αυτό το πρόγραμμα. Πού βρίσκεται για να το μελετήσουμε; Η απάντηση είναι απλούστατη: Κανένα κόμμα δεν έχει επεξεργασμένες λύσεις για το ΡΙΚ, οι γενικολογίες δεν απαντούν στην κρίση. Η «κατάληψη» των Δ.Σ. εκτονώνει, ίσως, κάποιες κομματικές ανάγκες, ωστόσο, δεν σημαίνει πως θα λύσει ως δια μαγείας το πρόβλημα. Αντίθετα. Θα ενισχυθεί η καχυποψία για κομματισμό, θα μειωθούν οι δυνατότητες για συναινετικές λύσεις σε κρίσιμους τομείς της κυπριακής κοινωνίας, κάτι που μπορεί να δώσει νέα λύση σε ένα παμπάλαιο πρόβλημα. Έτσι τα αδιέξοδα θα συνεχίζονται, οι πιέσεις θα οδηγούν στη συνεχή συσκότιση επί του πραγματικού προβλήματος. Κάθε καλόπιστος παρατηρητής θα μπορούσε να αναγνωρίσει πως αυτό το Δ.Σ. του ΡΙΚ έκανε ένα σημαντικό έργο τα τελευταία χρόνια, επομένως σε μια σχετικά επιτυχημένη παρουσία, η απάντηση δεν βρίσκεται στις απειλές περί λήψης «μέτρων» (Α. Γαλανός, «Αλήθεια», 25 Μαϊου). Το να ολοκληρώσει τη θητεία του, δεν συνιστά και έγκλημα! Αντίθετα, μάλιστα: σε μια σύγχρονη πολιτεία, η αυτονομία των θεσμών απέναντι στα κόμματα και το κράτος, είναι ένα βασικό έργο που εμποδίζει τη σύγχυση και επικάλυψη των εξουσιών, κατοχυρώνει τη διαρκή απόσταση ανάμεσα στις εξουσίες, είναι ένας διαρκής φραγμός στο συγκεντρωτισμό και τον αυταρχισμό της κάθε φορά κυβερνητικής εξουσίας.
Οι θητείες ολοκληρώνονται. Οι επιτυχημένες συνεχίζονται, οι αποτυχημένες αλλάζουν. Με κριτήρια που έχουν σχέση με τον επαγγελματισμό, τη σοβαρότητα, την αποτελεσματικότητα. Αν (και εδώ) τα κριτήρια θα είναι η αφοσίωση στο «κόμμα», τότε θα τραυματιστεί καίρια το ξεκίνημα, ο διορισμός ενός νέου Δ.Σ. Ο εθισμός στη σιωπή, η συγκάλυψη των πάντων διά της απουσίας, η υποταγή στον κάθε προϊστάμενο, μας έχει μετατρέψει (σε δεκάδες πράγματα του βίου μας) σε κοινωνία της απόσυρσης. Να γιατί η ελπίδα είναι πανηγυρικά απούσα από τον προγραμματισμό και το μέλλον μας. Είναι εκπληκτικά αυτό που παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες στη φοβερή μας νήσο: Κανένα κόμμα δεν προτείνει ΔΗΜΟΣΙΩΣ ΤΙΠΟΤΕ που να απαντά στην πρόκληση για το ΠΩΣ και ΠΟΙΟΙ θα διορίζονται στα Δ.Σ. των ημικρατικών! Έστω, να αρχίζει ένας διάλογος – πολυκομματικός ασφαλώς – που θα έχει σαν στόχο τον αγώνα για κατάκτηση ενός αμοιβαία αποδεκτού τρόπου διορισμών.
Η απουσία κάθε κομματικής πρωτοβουλίας, το 1993, δεν μας εμποδίζει καθόλου να φέρουμε στη μνήμη πως τα ίδια κόμματα αντί να δοκιμάσουν ορισμένες λύσεις, αποδέχτηκαν την αναποτελεσματική εισήγηση Βασιλείου, το 1988, για να δώσουν λίστες με τους εκλεκτούς τους για το κάθε Δ.Σ. Έτσι, αποδέχτηκαν μια προσωρινή λύση το 1988, αντί να εργαστούν για λύσεις πιο αξιοκρατικές, πιο μόνιμες.
Τώρα, στο ίδιο έργο θεατές, κάθε πενταετία, παρακολουθούμε σενάρια πολιτικής φαντασίας: η αλλαγή φρουράς να ζητείται και μέσω των ερτζιανών, να δημιουργείται ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς» στα Δ.Σ. και μάλιστα αυτός ο διαχωρισμός να γίνεται από εκείνους που προώθησαν διά της λίστας τον πρώτο διορισμό τους!
Του Λάρκου Λάρκου