Κράτος και Εκκλησία
Λάρκος Λάρκου
Καθώς επιταχύνονται οι διαδικασίες για τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, ολοένα και πιο έντονα βλέπουμε πως κράτος και εκκλησία ενεργούν ως οργανισμοί που κάθονται στην ίδια πλευρά του τραπεζιού. Και όμως:
Το κυπριακό σύνταγμα προνοεί ομοσπονδιακό, κοσμικό κράτος και οι πρόνοιες του δεν παρέχουν κάποια προνόμια σε ένα θρησκευτικό δόγμα εις βάρος κάποιου άλλου. Η κυπριακή κοινωνία συγκροτείται από διαφορετικές θρησκευτικές βάσεις (όπως ορθόδοξη, καθολική, αρμένικη, μαρωνίτικη, μουσουλμάνοι)
Η αντίληψη ότι έχουμε εκλογές για αρχιεπίσκοπο και το κράτος έχει ευθύνη να εφαρμόζει τους τρόπους υλοποίησής τους, δεν ευσταθεί. Η ίδια η εκκλησία έχει την ευθύνη να οργανώσει τα δικά της προγράμματα και με δικά της μέσα να εκπληρώσει μιαν δική της αποστολή.
Ύστερα μένει το ουσιώδες: κράτος και εκκλησία ως οι δύο οργανισμοί που έχουν διαφορετική φύση και αποστολή, να αναγνωρίζουν τους τρόπους της εξέλιξής τους. Το κράτος λ.χ. έχει την ευθύνη του τρόπου οργάνωσης των πολιτών ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους πίστη, ή μη. Το κράτος ρυθμίζει αν θα εκλέγει τον πρόεδρο ή τον μουχτάρη του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αν θα κτιστεί εδώ ή εκεί το γιοφύρι, αν θα προσλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί για να διδάξουν στα σχολεία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η εκκλησία έχει άλλη, πνευματική αποστολή, συνδέεται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των πιστών και εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον δικό της καταστατικό χάρτη και τις παραδόσεις-έτσι όπως τώρα βάζει τις μηχανές μπροστά για να εκλέξει αρχιεπίσκοπο-λαϊκή ψήφος, εκλογικού ρυθμοί, ιερά σύνοδος, τριπρόσωπο κλπ
Υποθέτω ότι όλοι οι επίσκοποι θα στηρίζουν την άποψη πως η παιδεία είναι «και δική τους υπόθεση». Όπως και ο αρχιεπίσκοπος θεωρεί ότι ο εκάστοτε υπουργός παιδείας «πρέπει» να περάσει από τη δική του έγκριση. Υποθέτω όμως ότι θα γνωρίζουν ότι με αυτό τον τρόπο παραβιάζουν το συνταγματικό πλαίσιο πάνω στο οποίο λειτουργεί η πολιτεία. Άλλωστε, το υπουργείο παιδείας προέκυψε από πολιτική συγκυρία, όχι από θεσμική, συνταγματική προϋπόθεση.
Οι ιστορικές εποχές αλλάζουν, οι κοινωνίες αναθεωρούν πράγματα που πριν αναγνωρίζονταν ως αναγκαία ή και «φυσικά». Ωστόσο, η πρόοδος των κοινωνιών, δείχνει πως μια καινούρια θεώρηση των πραγμάτων εκθρονίζει μια προηγούμενη. Το μείζον: οι διακριτοί ρόλοι ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία είναι επιβεβλημένοι, γιατί παρέχουν άνεση χειρισμών και στους δύο θεσμούς να αναπτύξουν τις δικές τους διακριτές ιδιότητες και αποστολές.
Θεωρείται ως κάτι αυτονόητο πως οι επίσκοποι «πρέπει» να μιλούν για το κυπριακό. Μάλιστα, ο εκλιπών Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β εξεδήλωσε την προθυμία του (4/12/2007) να αναλάβει η εκκλησία το έργο της εκπόνησης ενός Ε/Κ σχεδίου λύσης για το κυπριακό! Εσχάτως ο τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος δήλωσε πως «η Εκκλησία δεν θα αποβάλει ποτέ την ευθύνη που απορρέει από τον εθναρχικό της ρόλο. Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια η Εκκλησία αναλαμβάνει ρόλο σημαντικό στη διατήρηση της παιδείας και της εθνικής αυτοσυνειδησίας του λαού». Οι ιστορικές περίοδοι έχουν αλλάξει, η εκκλησία δεν μπορεί να μιλά με όρους που προσιδιάζουν σε άλλες ιστορικές περιόδους. Οι επιλογές, οι κινήσεις, οι αποφάσεις γύρω από το κυπριακό ανήκουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της πολιτικής ηγεσίας και των εκλεγμένων αντιπροσώπων της. Οι επιλογές υπόκεινται στο λαϊκό έλεγχο και η εκλεγμένη ηγεσία έχει την ευθύνη για το τρίπτυχο «ενημέρωση, γνώση, απόφαση» με βάση ελεγχόμενα πολιτικά κριτήρια, όπως αυτά προκύπτουν από την κάθε φορά επιλογή της πλειοψηφίας.
Οι αρχιεπισκοπικές εκλογές προσφέρουν μιαν σημαντική ευκαιρία για να βάλουμε στο δημόσιο διάλογο ένα κορυφαίο ζήτημα της ιστορικής μας πορείας. Ότι έρχεται από το παρελθόν δεν είναι θέσφατο, ότι προκύπτει ως ιστορική ενότητα ή συγκυρία υπόκειται σε αλλαγές και αναπροσαρμογές. Η κοινωνία μας συγκροτείται από διαφορετικές ταυτότητες, η συμμετοχή μας στην ΕΕ διαφοροπεί τα δεδομένα, συνεπώς η πολιτική μας κουλτούρα χρειάζεται να εμπλουτίζεται αξιοποιώντας παλαιά και νέα χαρακτηριστικά. Όσα έρχονται από το παρελθόν είναι πολλά και διαφορετικά, ότι συγκροτεί στάσεις, αξίες και αντιλήψεις επηρέασαν την πορεία μας και έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του ιστορικού μας προσώπου. Ωστόσο, προχωρούμε σημαίνει αναπροσαρμόζουμε και εμπλουτίζουμε τα στοιχεία που καθορίζουν την ιδιαίτερη κυπριακή μας συνθήκη: την πολυπολιτιστική μας ταυτότητα, την ανάπτυξη της κουλτούρας της ανοχής και του σεβασμού στις διαφορετικές εθνικές ταυτότητες και διαδρομές. Η βάση πάνω στην οποία μπορεί να εξελιχθεί η δική μας πρόοδος, συνδέεται με την αντιμετώπιση της αναχρονιστικής «συγκατοίκησης» κράτους και εκκλησίας, μιας συγκατοίκησης που αδικεί και τους δύο οργανισμούς, γιατί δημιουργεί σύγχυση ρόλων και απορρυθμίζει τις διαφορετικές τους ευθύνες. Οι διακριτοί ρόλοι ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία είναι η μια αξιόπιστη απάντηση στις σημερινές προκλήσεις.