Κυπριακό: η πτυχή της ασφάλειας
Καιροί και πολιτικές αλλάζουν. Οι ΗΠΑ ήταν αντίθετες σε κάθε σενάριο για ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς προηγούμενη λύση στο κυπριακό. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια από τον Γ. Κρανιδιώτη για να πείσει τον Ρ. Χόλπρουκ και το επιτελείο του στην Ουάσιγκτον ότι η μεταφορά του κυπριακού στο ευρωπαϊκό γήπεδο ενισχύει τις προοπτικές επίλυσης. Σήμερα νέα δεδομένα αναζητούν νέες προσεγγίσεις. Το ζήτημα της ασφάλειας παραμένει κορυφαίο στην ατζέντα των διακοινοτικών συνομιλιών. Κρίσιμο ζήτημα που συνδέεται με τον σκληρό πυρήνα της ιστορίας του κυπριακού, με τις Συνθήκες Εγγύησης βασισμένες στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959, με την τουρκική εισβολή του 1974 και την συνθήκη ένταξη της νήσου στην ΕΕ στις 16 Απριλίου 2003. Μια σοβαρή απόπειρα για να προσεγγισθεί με σύγχρονους όρους το ζήτημα της ασφάλειας μπορεί να περιλαμβάνει τα πιο κάτω:
Α. Στην τελική διευθέτηση του κυπριακού η ΕΕ να εκφράσει στο πιο υψηλό επίπεδο την πολιτική της θέληση να εγγυηθεί την εφαρμογή της λύσης μέχρι το τελικό της στάδιο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την ευθύνη παρακολούθησης και εποπτείας στην τήρηση των συμφωνηθέντων σε ένα συνολικό σχέδιο από το Συμβούλιο Υπουργών.
2. Η Συνθήκη Εγγύησης της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 αποτυπώνει μια κατάσταση πραγμάτων που συνδέεται με τις παγκόσμιες ισορροπίες ισχύος στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος- μέλος της ΕΕ, ενώ οι εγγυήτριες δυνάμεις του συστήματος του 1960 (Ελλάδα, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία) είναι, είτε πλήρη μέλη (Ελλάδα, Μ. Βρετανία) είτε υποψήφια (Τουρκία). Το σύστημα εγγυήσεων του ’60 έχει ακυρωθεί με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Σήμερα χρειαζόμαστε μια καινούρια θεώρηση των πραγμάτων που να συμβαδίζει με τις νέες τάσεις στον σύγχρονο κόσμο και που να ανταποκρίνεται στην ιδιότητα της Κύπρου ως μέλους της ΕΕ. Το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης –μη αποκλειομένης της στρατιωτικής- στα εσωτερικά ενός κράτους-μέλους της ΕΕ αντίκειται σε όλες τις συνθήκες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ΕΕ από το 1957 έως σήμερα. Συνεπώς χρειάζεται η επεξεργασία μιας διαφορετικής στρατηγικής που θα απεγκλωβίζει ένα πλήρες μέλος της Ένωσης από την ιδιότητα του κράτους υπό εξωτερική απειλή.
3. Η ίδια η Κύπρος έχει την πρώτη ευθύνη να αναλάβει την επεξεργασία και την προβολή αυτής της νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στη διαδικασία της επίλυσης, η οποία θα τυγχάνει της έγκρισης της ΕΕ και της αποδοχής βασικών παικτών γύρω από το κυπριακό (ΗΠΑ, Ρωσία, Μ. Βρετανία). Η ΕΕ μπορεί να παρουσιάσει στην Άγκυρα αυτή την νέα αρχιτεκτονική και να την ενσωματώσει στην πολιτική των ευρωτουρκικών σχέσεων. Πάνω σε αυτή τη βάση οι αναφορές του αμερικανού πρέσβη στη Λευκωσία Τζον Κόνιγκ στην «Καθημερινή», στις 19 Απριλίου 2014 είναι παραγωγικές και συμβάλλουν στην ενίσχυση του πλέγματος ασφαλείας με επίκεντρο την ΕΕ. Οι θέσεις Κόνιγκ: «πιστεύω ότι με το υψηλότερο προφίλ που απέκτησε η παρουσία Νούφελ ορισμένες από τις προσδοκίες της ε/ πλευράς έχουν ικανοποιηθεί. Θεωρώ όμως –και αυτό είναι η γνώμη ενός εκπροσώπου χώρας που δεν ανήκει στην ΕΕ- ότι η πιο σημαντική διάσταση της ΕΕ είναι ότι θα πρέπει να παράσχει ένα είδος βασικής ασφάλειας και στις δύο κοινότητες. Για τους ε/κ το γεγονός ότι είναι ήδη μέλος της ΕΕ αποτελεί σημαντικό παράγοντα ασφαλείας. Οι τ/κ επίσης θα πρέπει να αντικρύζουν την ΕΕ ως τον παράγοντα που ενισχύει τη δική τους ασφάλεια. Θα πρέπει επίσης να έχουν περισσότερη εμπιστοσύνη καθώς προσεγγίζουν το τραπέζι της διαπραγμάτευσης ότι τα συμφέροντά τους θα προστατευτούν. Όλοι οι Kύπριοι θα πρέπει να είναι βέβαιοι πως τώρα, πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν, μια συμφωνία ενσωματωμένη στο ευρωπαϊκό δίκαιο θα είναι πολύ πιο στέρεη, πολύ πιο προστατευμένη από εξωτερικούς κινδύνους».
4. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Λευκωσία Τ. Κόνιγκ βλέπει θετικά την ανάδειξη της ΕΕ σε παράγοντα ασφαλείας και αυτό διευκολύνει τόσο τα δύο μέρη στις συνομιλίες όσο και την ίδια την ΕΕ να εργαστεί πιο αποφασιστικά στο ζήτημα αυτό και να επεξεργαστεί τις βασικές κατευθύνσεις. Στη διαδικασία αναζήτησης λύσης στην πτυχή της ασφάλειας η ανάδειξη της ΕΕ ως του πλαισίου που εγγυάται τις προοπτικές εφαρμογής και τήρησης μιας συμφωνίας αποτελεί τη μόνη σοβαρή και λειτουργική λύση στο ζήτημα. Κάθε άλλη συζήτηση για αναζήτηση άλλων διεθνών οργανισμών είναι απολύτως αχρείαστη ή και επιζήμια. Η ΕΕ έχει το πολιτικό βάρος που απαιτείται για το μέγεθος του κυπριακού προβλήματος να αναδειχθεί σε κεντρικό παράγοντα ασφαλείας και αυτή η στρατηγική υποστηρίζεται από ισχυρές πλειοψηφίες ανάμεσα σε ε/κ και τ/κ.