Κύπρος-ΕΕ: Η μακρά και δαιδαλώδης πορεία 35 ετών
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ
Η 1η Μαίου 2004 σφράγισε μια μακρά πορεία προσπαθειών για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης των δέκα νέων κρατών-μελών στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2003 έχει τη δική της μακρά και δαιδαλώδη ιστορία.
Το 1962 υπεγράφη Εμπορική Συμφωνία μεταξύ Κύπρου και ΕΟΚ. Στις 19 Δεκεμβρίου 1972 υπεγράφη η Συμφωνία Σύνδεσης Κύπρου-ΕΟΚ η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1973. Ωστόσο η ΕΟΚ ήταν απρόθυμη να δώσει νέα ώθηση στην από το 1973 σχέση της με την Κύπρο εξαιτίας της νέας κατάστασης πραγμάτων που δημιούργησε η τουρκική εισβολή.
Οι διαδικασίες για την προώθηση της Τ.Ε. Κύπρου-ΕΕ καθυστέρησαν μια ολόκληρη δεκαετία εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης στο νησί και την οποία τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΟΚ δεν επιθυμούσαν να ακουμπήσουν. Το 1977 έπρεπε να είχε αρχίσει η δεύτερη φάση της Συμφωνίας Σύνδεσης όπως προνοούσε η συμφωνία του 1973 που θα οδηγούσε σε διαπραγματεύσεις για την Τ.Ε . Τα περισσότερα κράτη-μέλη ήταν αρνητικά στην προώθηση αυτού του στόχου για πολιτικούς, κυρίως, λόγους.
Με πρωτοβουλίες που ανέλαβε η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου πέτυχε να ξεμπλοκάρει το πάγωμα της σχέσης Κύπρου-ΕΟΚ διασυνδέοντάς την με την προώθηση, ή μη, των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων που ενδιέφεραν ιδιαίτερα τη Γαλλία. Η Αθήνα κατέστησε σαφές στους εταίρους της ότι δεν θα έδινε τη συγκατάθεσή της στη Μεσογειακή πολιτική της ΕΟΚ εκτός εάν συμφωνούσαν στην προώθηση της Τ.Ε με την Κύπρο. Τελικά έγινε δεκτή η ελληνική θέση και έτσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για να τεθεί σε ισχύ η Τ.Ε. την 1η Ιανουαρίου 1988.
Ο πρόεδρος Γ. Βασιλείου υπέβαλε αίτηση για να γίνει η Κύπρος πλήρες μέλος στις 4 Ιουλίου 1990. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 236 της Συνθήκης της ΕΕ εξέδωσε τη γνωμοδότησή της για την κυπριακή αίτηση τον Σεπτέμβριο του 1993. Η Επιτροπή έκρινε την Κύπρο ως επιλέξιμη για ένταξη από την πλευρά των δεικτών της οικονομικής της ανάπτυξης, αλλά διατύπωσε αντιρρήσεις κατά πόσον η Κύπρος μπορεί να ενταχθεί στην Ένωση χωρίς προηγούμενη λύση στο πολιτικό πρόβλημα. Η ευκαιρία για να αλλάξει αυτή η θέση της Επιτροπής παρουσιάστηκε όταν το θέμα της Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας-ΕΟΚ ήρθε προς συζήτηση στο Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 1994. Ο Γ. Κρανιδιώτης ετοίμασε το βασικό πλαίσιο των ελληνικών όρων. Σύμφωνα με αυτούς η Ελλάδα θα έδινε τη θετική γνώμη της για την Τ.Ε. Τουρκίας-ΕΟΚ μόνο εάν καθοριζόταν ακριβής ημερομηνία για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Κύπρο. Σε αντίθετη περίπτωση η Ελλάδα δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ασκήσει βέτο στο κείμενο συμφωνίας της Τ.Ε. με την Τουρκία που προβλεπόταν να αρχίσει την 1η Ιανουαρίου 1996.
Ο γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Αλαίν Ζιπέ ανέλαβε την ευθύνη των διαπραγματεύσεων. Μέσα σε μια επίπονη διπλωματική διαπραγμάτευση επήλθε συμφωνία στο Συμβούλιο των Υπουργών στις 6 Μαρτίου 1995. Μεταξύ άλλων η απόφαση τόνιζε ότι «οι διαπραγματεύσεις ένταξης της Κύπρου θα αρχίσουν πάνω στις προτάσεις της Επιτροπής, έξι μήνες μετά το τέλος της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της Διάσκεψης…»
Στις 28 Μαρτίου 1998 άρχισαν οι ενταξιακές συνομιλίες οι οποίες έφεραν την Κύπρο στην πρώτη θέση της ενταξιακής προσπάθειας σε σχέση με τις άλλες υποψήφιες χώρες. Η πρόοδος αυτή δεν ήταν από μόνη της ικανή να ξεπεράσει τις επιφυλάξεις ή τις αρνήσεις σημαντικών χωρών της ΕΕ. Η Γερμανία, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία ήταν οι κύριες χώρες που απέκλειαν την ένταξη της Κύπρου με άλυτο το κυπριακό. Εκτιμούσαν ότι η ΕΕ δεν έπρεπε να κληρονομήσει ένα πρόβλημα που παρέμενε στα χέρια του ΟΗΕ και θα προκαλούσε τριγμούς στις σχέσεις τους με ένα σημαντικό τους εμπορικό και πολιτικό εταίρο, την Τουρκία.
Αυτό τον Γόρδιο δεσμό ανέλαβε να επιλύσει ο Γ. Κρανιδιώτης το 1999. Σημαντικοί γεωπολιτικοί λόγοι οδήγησαν τα ισχυρά κράτη-μέλη της Ένωσης στη διαμόρφωση μιας φόρμουλας η οποία θα έδινε στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας χώρας, χωρίς όμως να καθορίζεται χρονοδιάγραμμα για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών. Ο Γ. Κρανιδιώτης διαμόρφωσε τη νέα διαπραγματευτική θέση της Αθήνας. Στόχος του ήταν να αξιοποιηθεί η επιθυμία των υπολοίπων ευρωπαίων εταίρων για πρόοδο στις ευρωτουρκικές θέσεις με κατάκτηση από την Κύπρο της απρόσκοπτης διαδικασίας ένταξή της. Το πλαίσιο αυτό υλοποίησαν ο Κ. Σημίτης και ο Γ. Παπανδρέου στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999. Ο Κ. Σημίτης κέρδισε το πιο πολύπλοκο στοίχημα της ελληνικής διπλωματίας με την αποσύνδεση της ένταξης της Κύπρου από τη λύση του πολιτικού προβλήματος.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 9 Απριλίου 2003 έδειξε το δρόμο για τα Εθνικά Κοινοβούλια. Η πλειοψηφία ήταν σαφής: 507 ψήφοι υπέρ της διεύρυνσης της ΕΕ με τα δέκα νέα κράτη-μέλη, 29 κατά.
Στους βασικούς σταθμούς της ενταξιακής πορείας της Κύπρου υπήρξε διάχυτη γκρίνια από την πλειοψηφία της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, σύγχυση προτεραιοτήτων, δισταγμοί, σιωπές, έλλειψη στόχων, κριτική χωρίς αντιπροτάσεις. Με ευτυχή ιστορική σύμπτωση ο Γ. Κρανιδιώτης δούλεψε τους κύριους σταθμούς στην Αθήνα με την πολιτική κάλυψη του Α. Παπανδρέου και του Κ. Σημίτη. Έτσι η Κύπρος λαμβάνει μέρος στην πιο ανοικτή, σύγχρονη, προοδευτική κοινότητα κρατών και πολιτών του πλανήτη μας. Η μεγάλη αυτή εξέλιξη παρέχει στην Κυπριακή Δημοκρατία νέες δυνατότητες, νέες ευκαιρίες για το μέλλον. Εμποδίζει, δυσκολεύει και πολιτικά ακυρώνει τους παραδοσιακούς τουρκικούς στόχους σε σχέση με την Κύπρο. Η ένταξη νομικά ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. παρέχει τη δυνατότητα στη Λευκωσία να επεξεργαστεί ένα ευρύτερο σχέδιο δράσης, έτσι που η ΕΕ να γίνει ο καταλύτης της λύσης στο κυπριακό.
Δημοσίευση στο περιοδικό ΡΕΥΜΑ
Λάρκος Λάρκου, πρόεδρος ΟΠΕΚ
Περιοδικό Ρεύμα, τεύχος 5, Δεκέμβριος 2009