Με εποπτεία στο χορό με τους «απρόθυμους»…
Σε κάθε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει την τιμητική της η κλασική ερώτηση: τι κάνει η Κύπρος ως πλήρες-μέλος της ΕΕ για να επιλύσει το κορυφαίο της ζήτημα; Χωρίζω την απάντηση στο ερώτημα αυτό σε πέντε στάδια:
- Στις 3 Οκτωβρίου 2005 η Κυπριακή Κυβέρνηση με πρόεδρο τον Τ. Παπαδόπουλο συμφώνησε στην έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Τουρκία με μηδέν ανταλλάγματα. Μούχτιν. Έκτοτε κανένας ε/κ ηγέτης δεν έκανε το αυτονότο: να ζητήσει τη σύγκλιση έκτακτου, κατάλληλου προετοιμασμένου, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με μόνο θέμα την επίλυση του κυπριακού και τη συμβολή της ΕΕ στη διαμόρφωση και εποπτεία της εξέλιξή της.
- Στο σημείο δύο μεταφέρω τις τεκμηριωμένες εκτιμήσεις του καθηγητή Π. Ιωακειμίδη: «Η ιθύνουσα πολιτική τάξη στη Λευκωσία αντί να αξιοποιήσει τη συμμετοχή ως «καταλύτη για την επίλυση», τη χρησιμοποίησε κυρίως ως άλλοθι (και τελικά εμπόδιο) για τη μη επίλυση. Αντί να ενεργοποιήσει θετικά και ευρηματικά την Ένωση για να ξεπεράσει προβλήματα, την ενεργοποίησε κυρίως για να περιπλέξει ή και να προσθέσει προβλήματα. Η άκριτη χρήση του βέτο μεταξύ άλλων ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό και για τον τερματισμό της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας στην Ένωση…Η Λευκωσία επεδίωξε και το Συμβούλιο πάγωσε οκτώ διαπραγματευτικά κεφάλαια για την ένταξη της Τουρκίας και το μη κλείσιμο κανενός. Και το επόμενο έτος η Γαλλία του Ν. Σαρκοζί πάγωσε άλλα πέντε, τερματίζοντας έτσι κατ ουσίαν την προοπτική ένταξης της Τουρκίας. (Το 2009 η Λευκωσία πάγωσε μονομερώς άλλα έξι κεφάλαια. Συνολικά δηλαδή πάγωσε τα δεκατέσσερα από τα τριαντα-πέντε)! Οφείλει να διερωτηθεί όμως η Λευκωσία: τί ακριβώς κέρδισε η Κύπρος με το πάγωμα της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας;»
- Μια χώρα με χαρακτηριστικά ελλείμματα και αδυναμίες στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας θεώρησε ότι το βέτο ισοδυναμεί με την απόκτηση διηπειρωτικής ισχύος. Μπορεί η αξιοποίηση του να ισοδυναμεί με πραγματική πρόοδο, μπορεί όμως και πραγματική περιθωριοποίηση. Οι προσεγγίσεις που ακολουθούν το πιστοποιούν. Ο πρόεδρος Αναστασιάδης λέει στις 29/9 ότι «δεν είναι αυτοσκοπός οι κυρώσεις», ή ότι «αυτό που θα επιδιώξουμε είναι να διασωθεί η αξιοπιστία και η αξιοπρέπεια τόσο της Ευρώπης όσο και των Ευρωπαίων πολιτών της Κύπρου». Σε αυτή την σκοπίμως μεταφυσική προσέγγιση, ο καθηγητής Ιωακειμίδης λέει πως «στην Ένωση χρειάζεται μια άλλη σκληρή μεν, αλλά δημιουργική πολιτική που θα πηγαίνει πέρα από τα βέτο και που θα φέρνει συγκεκριμένα οφέλη για τη δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του πολιτικού προβλήματος».
Όπως σημειώνει ο καθηγητής, «υπήρξα αυτός που το 1986 έγραψα το πρώτο σημείωμα με τις βασικές ιδέες για την ανάγκη ένταξης της Κύπρου, ιδέες που όταν με τον Γ. Κρανιδιώτη παρουσιάσαμε στη Λευκωσία προκάλεσαν τη έντονη αντίθεση του συνόλου σχεδόν της πολιτικής τάξης. Δεν ήθελε την ένταξη στην ΕΟΚ «γιατί θα αναγκαζόταν έτσι η Κύπρος να αποχωρήσει από το… Κίνημα των Αδεσμεύτων»! Είδαμε πάντοτε την ένταξη ως τον «καταλύτη για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος» με την ακύρωση της Τουρκικής κατοχής, κλπ. Γι αυτό εργαστήκαμε. Και με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (1999) ο Κ. Σημίτης έφερε τελικά την Κύπρο στην Ένωση ως πλήρες μέλος (2004)». - Το ερώτημα είναι γιατί η Λευκωσία δεν ζητά με τρόπο επίσημο και συστηματικό την πλήρη συμμετοχή της ΕΕ στις πολιτικές για τη συνολική λύση. Η απάντηση συνδέεται με τα τεράστια οικονομικά και άλλα συμφέροντα που έχουν αναπτυχθεί στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κυπριακής κυβέρνησης. Αυτή η διασύνδεση εξελίχθηκε σε μοχλό προσπόρισης μεγάλου πλούτου (λ.χ. χρυσά διαβατήρια, τραπεζικό σύστημα με ειδίκευση στην κατασκευή πλυντηρίων, πάρτι επί των ακινήτων στο 60% της νήσου), συνεπώς μεταλλάχθηκαν σε τροχοπέδη για κάθε πραγματική πρόοδο. Με την κατάλληλη, βέβαια, πατριωτική ρητορεία: αγώνας για τη δήθεν διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνθήματα του τύπου «την πατρίδα ουκ ελάττω», μάχη για να «διασωθεί η αξιοπιστία και η αξιοπρέπεια της Ευρώπης».
- Μέσα σε αυτό το κλίμα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την 1η Οκτωβρίου έκανε ένα βήμα μπροστά και προσπάθησε να ανατρέψει την πεπατημένη της πρόχειρης ή συγκυριακής αντιμετώπισης θεμάτων της περιοχής. Επέστρεψε μετά από καιρό στη «θετική ατζέντα». Επικύρωσε δράσεις και κινητοποίησε πολιτικές που θα εξελίσσονται κάτω από τη δικής του εποπτεία. Ειδικότερα:Α.Το Συμβούλιο ζητά τη ταχεία επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών για επίλυση του κυπριακού «υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΣΑ». Είναι δε έτοιμο το Συμβούλιο να αποστείλει «απεσταλμένο της ΕΕ στα γραφεία του ΟΗΕ στην Κύπρο».
Β. Παρέχει στήριξη στο διάλογο Ελλάδας-Τουρκίας με κατευθυντήρια γραμμή τη Χάγη, ώστε να οριοθετηθούν οι θαλάσσιες ζώνες στην περιοχή με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Γ. Προτείνει τον εκσυγχρονισμό της Ευρωτουρκικής σχέσης με ανανέωση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, επικαιροποίηση της συμφωνίας του 2016 για το μεταναστευτικό και γι’ αυτό καλεί τον
Ζ. Μπορέλ «να εκπονήσει σχετική προταση για την αναζωογόνηση της ατζέντας ΕΕ-Τουρκίας».
Δ. Εισηγείται την οργάνωση πολυμερούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο την οποία θα ετοιμάσει το επιτελείο του Υπάτου Εκπροσώπου για την Εξωτερική Πολιτική και ζητά από αυτό «να ξεκινήσει συνομιλίες σχετικά με την οργάνωσή της».
Ε. Το Κείμενο ως σύνολο συνιστά πρόοδο. Θέτει προϋποθέσεις για όλους (Τουρκία, αποφυγή «μονομερών ενεργειών») αλλά και όλοι τίθενται υπό την εποπτεία ενός μηχανισμού παρακολούθησης (Κυπριακό, «ταχεία επανάληψη συνομιλιών»). Η εμπειρία βεβαιώνει ότι η ενσωμάτωση στα Συμπεράσματα θέσεων που δεν εποπτεύονται, ή που δεν αναλύονται στις πραγματικές τους διαστάσεις, ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο της ατέρμονης επανάληψης διακηρύξεων χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα. Η εποπτεία είναι το κλειδί για να έχουμε με έργα «θετική ατζέντα».
Λάρκος Λάρκου