Με τις συνθήκες για τις λύσεις

Η συζήτηση παραμένει πάντα επίκαιρη για όσους πιστεύουν ότι η πολιτική είναι σοβαρή υπόθεση εφόσον ενδιαφέρεται να λύσει προβλήματα, να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων. Ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης συζητά («Μεταρρύθμιση», 14 Απριλίου) το ζήτημα της διασύνδεσης της έννοιας της μείωσης στις στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας και τις πολιτικές ασφαλείας που μπορούν να ασκηθούν μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Γράφει: «Βεβαίως θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε Δανία ούτε Αυστρία, Βέλγιο ή Ολλανδία για να μειώσει σε αντίστοιχο ύψος τις στρατιωτικές δαπάνες. Βρίσκεται σε μια ασταθή γεωγραφική περιοχή με ορατούς πραγματικούς κινδύνους και απειλές ( έστω κι αν ορισμένες από τις απειλές αυτές μεγιστοποιούνται μέσα από μια εθνολαϊκιστική προσέγγιση και ανάλυση). Επομένως αυτονόητο είναι ότι η μείωση των δαπανών θα πρέπει να γίνει χωρίς οποιαδήποτε επίπτωση στην ασφάλεια της χώρας. Μπορεί όμως να γίνει παρά το δυσμενές περιβάλλον; Η απάντηση είναι ότι μπορεί . Και στο σημείο αυτό καταγράφεται πρώτα απ’ όλα μια κραυγαλέα αποτυχία του πολιτικού συστήματος – η αποτυχία αξιοποίησης του Ευρωπαϊκού πλαισίου, της δέσμης των ρυθμίσεων δηλαδή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στην «προστασία των συνόρων»( αρθ. 21) και στην ρήτρα «αμοιβαίας συνδρομής» ( αρθ. 42,7 Συνθήκη Λισσαβώνας ). Οι ρήτρες αυτές εντάχθηκαν στη Συνθήκη μετα από πρωτοβουλία και διαπραγματευτική πίεση της Ελλάδας, πλήν όμως η Ελλάδα τις αγνόησε πλήρως Αντίθετα η ρήτρα (του άρθρου 42,7) για την αμοιβαία συνδρομή ενεργοποιήθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά από τη Γαλλία μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα .Αλλά η Ελλάδα δεν αγνόησε μόνο αυτές τις ρήτρες. Αγνόησε και μάλιστα εσκεμμένα τις δεσμεύσεις του Ευρωπαικού Συμβουλίου του Ελσίνκι( Δεκέμβριος 1999) για την ειρηνική επίλυση των συνοριακών διαφορών με την Τουρκία ή την παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο για επίλυση.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να διαμορφώσει μια συνεκτική, ολοκληρωμένη στρατηγική για την αξιοποίηση του ενωσιακού πλαισίου προκειμένου να ενιχύσει την ασφάλεια της. Θα μπορούσε π.χ. τώρα που η Γαλλία άνοιξε το δρόμο να ακολουθήσει η Ελλάδα με τις δικές τις ευρηματικές ιδέες για την εφαρμογή των σχετικών ρητρών και δεσμεύσεων των Ευρωπαικών Συμβουλίων. Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει η βούληση για κάτι τέτοιο. Μια σειρά από ενέργειες οδηγούν μάλλον πρός το αντίθετο συμπέρασμα με την προβολή βολικών δικαιολογητικών μύθων και επιχειρημάτων. Αλλά μια τέτοια στρατηγική θα επέτρεπε στη χώρα να μειώσει με ασφάλεια και ακίνδυνα τις στρατιωτικές δαπάνες αντί π.χ. να περικόπτει βάναυσα τις συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες στήν υγεία , παιδεία , κ.α (χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι οι κοινωνικές δαπάνες/συντάξεις δεν θα πρέπει να εξορθολογισθούν και το συνταξιοδοτικό σύστημα να μεταρρυθμισθεί ριζικά). Οι ένοπλες δυνάμεις είναι αναντίρρητα ο κύριος πυλώνας για την ασφάλεια της χώρας. Η ασφάλεια ωστόσο μπορεί να ενισχυθεί και με άλλες ευρυματικές προσεγγίσεις τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και της εξωτερικής πολιτικής αλλά γενικότερα . Και οπωσδήποτε η ισχυς μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο και αποκλειστικά από τις ένοπλες δυνάμεις της. Εξαρτάται από την ευρωστία της οικονομίας της, την αξιπιστία, εικόνα και ελκυστικότητα που μπορεί να έχει στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα , από παράγοντες δηλαδη που της επιτρέπουν να ασκήσει επιρροη και που αθροιστικά ταξινομούνται ως μέσα ήπιας ισχύος(soft power)».

Δύο σημεία από την ανάλυση Ιωακειμίδη αφορούν πλήρως την Κύπρο -με τις κατάλληλες, βεβαίως, προσαρμογές.

Πρώτο, «αποτυχία αξιοποίησης του Ευρωπαϊκού πλαισίου, της δέσμης των ρυθμίσεων δηλαδή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στην «προστασία των συνόρων»( αρθ. 21) και στην ρήτρα «αμοιβαίας συνδρομής» ( αρθ. 42,7 Συνθήκη Λισσαβώνας ).Οι ρήτρες αυτές εντάχθηκαν στη Συνθήκη μετα από πρωτοβουλία και διαπραγματευτική πίεση της Ελλάδας, πλήν όμως η Ελλάδα τις αγνόησε πλήρως Αντίθετα η ρήτρα (του άρθρου 42,7) για την αμοιβαία συνδρομή ενεργοποιήθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά από τη Γαλλία μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα».

Σχόλιο: αν η Ελλάδα μπορούσε να αξιοποιήσει τη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», η Κύπρος, λόγω στρατιωτικής κατοχής τμήματος του εδάφους της, θα έπρεπε να το κάνει πριν δώδεκα χρόνια, την επομένη της ένταξης. Αν η Κύπρος δεν διαθέτει στελέχη με επιτελική γνώση, θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις γνώσεις και την εμπειρία του Π. Ιωακειμίδη. Αυτό έκανε ο Κ. Σημίτης. Αυτό έκανε ο Γ. Κρανιδιώτης, του οποίου ο καθηγητής Ιωακειμίδης, ήταν το δεξί χέρι. Κέρδισε η Ελλάδα, κέρδισε και η Κύπρος. Η Λευκωσία δεν έχει κάνει κάτι τέτοιο γιατί οι διπλωμάτες της θεωρούν τους εαυτούς τους επαρκείς και, ίσως. παντογνώστες.

Δεύτερο: Ο Π. Ιωακειμίδης σημειώνει ότι «η ασφάλεια μπορεί να ενισχυθεί και με άλλες ευρυματικές προσεγγίσεις τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και της εξωτερικής πολιτικής αλλά γενικότερα. Και οπωσδήποτε η ισχύς μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο και αποκλειστικά από τις ένοπλες δυνάμεις της. Εξαρτάται από την ευρωστία της οικονομίας της, την αξιοπιστία, εικόνα και ελκυστικότητα που μπορεί να έχει στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα, από παράγοντες δηλαδη που της επιτρέπουν να ασκήσει επιρροή και που αθροιστικά ταξινομούνται ως μέσα ήπιας ισχύος (soft power)».

Σχόλιο: αυτή την πολιτική είχε και έχει ανάγκη η Κύπρος. Χρειαζόμαστε μια διαφορετική αντίληψη για την εξωτερική πολιτική. Χρειαζόμαστε αυτό που ο Θουκυδίδης ονόμασε πολιτική που να υπηρετεί το «μονιμότερο συμφέρον της πόλης»- αυτό που θα υπερτερεί της πολιτικής που έχει ως στόχο την «απόλαυση μιας πρόσκαιρης δόξας». Η Κύπρος μπορεί να παίξει το ρόλο μιας σταθεροποιητικής, ευρωπαϊκής, δύναμης στην Α. Μεσόγειο με την επίλυση του κυπριακού. Να μην είναι η ίδια μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος για να είναι σε θέση «να ασκήσει επιρροή». Να κάνει η ίδια εξαγωγή σταθερότητας και περιφερειακής συνεργασίας, να είναι η ίδια μικρός παίκτης για λύσεις σε μικρά και μεγάλα ζητήματα.