Μια ιστορία για τον Απόστολο Ανδρέα
Ο δημόσιος λόγος στην Κύπρο έλκει την καταγωγή του από τα χρόνια της αγγλοκρατίας. Ένα από τα βασικά του γνώρισματα ήταν οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί ανάμεσα στην ηγετική ελίτ,-κυρίως την εκκλησιαστική-, η αδυναμία της να διαβάσει τους διεθνείς συσχετισμούς, η αντίληψη ότι πολιτική είναι να υπαγορεύεις στο διεθνή παράγοντα «τι πρέπει να κάνει», και στον, κατά κανόνα, αποτυχημένο επίλογο να καταγγέλλεις τους άλλους ότι μάλλον ήταν «ανθέλληνες». Από τότε, δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Μερικοί ακολουθούν την παράδοση. Στις 10 Ιανουαρίου ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος κατηγόρησε την δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς ότι δεν έχει κάνει τίποτα για την αναστήλωση της μονής του Αποστόλου Ανδρέα, σημειώνοντας ότι «ότι εκτός από την κωλυσιεργία της Τουρκίας, υπάρχει και η αρνητική στάση της Επιτροπής η οποία αποτελείται από «ναινέκους». Ο Αρχιεπίσκοπος είπε επίσης ότι «το αίτημα της Εκκλησίας της Κύπρου ήταν να αναστηλωθεί η μονή του Αποστόλου Ανδρέα, μέσω του προγράμματος ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP). Ωστόσο, το έγγραφο που δόθηκε στην πλευρά μας από τα Ηνωμένα Έθνη, παρουσίαζε την Εκκλησία ως δωρητή και όχι ως ιδιοκτήτη. Αυτό δεν έγινε αποδεκτό και απαιτήσαμε από την UNDP να ακριβολογεί, γιατί η Εκκλησία δεν είναι διατεθειμένη να απεμπολήσει τα δικαιώματά της. Η δικοινοτική τεχνική επιτροπή, υιοθέτησε το έγγραφο και δεν απαίτησε να γίνουν αλλαγές».
Απαντώντας ο εκπρόσωπος της Τεχνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς Τ. Χατζηδημητρίου, ανέφερε ότι ο Αρχιεπίσκοπος «θεώρησε σκόπιμο να στραφεί με ανοίκειους χαρακτηρισμούς εναντίον των μελών της Τεχνικής Επιτροπής» και σημειώνει ότι «αν οι αρμόδιοι της Εκκλησίας έδειχναν πνεύμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας, το έργο της συντήρησης της Μονής θα ήταν σήμερα σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Τα μέλη της Τεχνικής Επιτροπής δεν αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπιστούν τον πατριωτισμό τους έναντι των ισχυρισμών του Αρχιεπισκόπου. Τι έχει πράξει η Τεχνική Επιτροπή για τον Απόστολο Ανδρέα είναι ημερολογιακά διατυπωμένο σε έγγραφο που το έχουν όλοι υπόψη τους, ακόμη και η ίδια η Εκκλησία». Επί του σημείου που εγείρει ο Αρχιεπίσκοπος ο Τ. Χατζηδημητρίου αναφέρει ότι «οι διαδικασίες που το UNDP-PFF ακολουθεί, στη βάση αποφάσεων του ΟΗΕ, είναι σαφώς διατυπωμένες τόσο σε ότι αφορά το δωρητή όσο και τον ιδιοκτήτη. Παρόμοια έγγραφα το UNDP-PFF έχει υπογράψει διεθνώς σε χιλιάδες περιπτώσεις και σίγουρα δεν θα μπορούσε να τις αλλάξει για την περίπτωση του Αποστόλου Ανδρέα. Η υπογραφή του ιδιοκτήτη έρχεται στο προσκήνιο και είναι απαραίτητη για να προκηρυχτούν προσφορές και για να προχωρήσει η διαδικασία για επέμβαση στο μνημείο».
Η πρακτική που αναφέρει ο Τ. Χατζηδημητρίου έχει εφαρμοστεί σε προηγούμενες αναστηλώσεις εκκλησιαστικών μνημείων στην κατεχόμενη Κύπρο και ουδείς έθετε κάποιο ζήτημα πριν. Αντίθετα, προχώρησαν πράγματα και ορισμένα σε εντυπωσιακό επίπεδο ακολουθώντας τις πρόνοιες που θέτει ο ΟΗΕ και υιοθετώντας μια προσέγγιση που βλέπει την ουσία και κινητοποιεί δυνάμεις για να αλλάξουν οι συνθήκες. Η εντυπωσιακή εργασία που έχει συντελεστεί στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και στη γειτονική φράγκικη εκκλησία στην κατεχόμενη Κοντέα, είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα καλού σχεδιασμού και αφοσίωσης που έχει αγκαλιαστεί από χιλιάδες κύπριους, και, δείχνει ένα τρόπο για και άλλες περιπτώσεις.
Η αντιπαράθεση Αρχιεπισκόπου -Τ. Χατζηδημητρίου δείχνει πως όταν η εκκλησία ασκεί πολιτική το αποτέλεσμα είναι ο μαρασμός όπως συμβαίνει χρόνια τώρα με τη μονή του Αποστόλου Ανδρέα. Ζητώντας να χειρίζεται τα πράγματα όπως ήταν πριν την εισβολή, τελικά καταφέρνει να μείνουν όλα ακίνητα. Από καταγγελία σε καταγγελία η μονή κινδυνεύει με κατάρρευση -όπως και το συνολικό κυπριακό. Μια σημαντική μερίδα ε/κ πιστεύει στις θεωρίες του τύπου «όλα ή τίποτα» -μια επιτυχημένη συνταγή για να μείνουν τα πράγματα ως έχουν- «πάλι με χρόνια και καιρούς κλπ». Αυτή η θεωρία υπάρχει και στο θέμα των διελεύσεων από και προς την κατεχόμενη Κύπρο: αντί να αξιοποιήσουμε την μισή, επώδυνη, ευκαιρία για να μεγαλώσουμε την επικοινωνία ανάμεσα σε ε/κ και τ/κ και να φέρουμε κάποια βήματα πιο κοντά την επίλυση, ορισμένοι επιθυμούν την «αγέρωχη» ακινησία που δυναμώνει τις χωριστικές τάσεις και την περιχαράκωση εν ονόματι μιας απροσδιόριστης αντίληψης για το μέλλον της Κύπρου.