Μικροί”παίκτες”, περισσότερες ελπίδες
Σε μια εποχή με ιδαίτερα χαρακτηριστικά (Κοινό Ανακοινωθέν, έναρξη συνομιλιών για επίλυση του κυπριακού, επαφές Μαυρογιάννη, Οζερσάυ στην Αθήνα), η κοινή γνώμη διερωτάται, απορεί, κάνει εκτιμήσεις, προβλέψεις για τα επόμενα βήματα ή τις τελικές εξελίξεις. Απολύτως φυσιολογικό για ένα λαό που έχει περάσει από χίλια μύρια κύματα, έχει εμπειρίες και βιώματα, συνεπώς, θέτει ερωτήματα, κάνει θεμιτούς υπολογισμούς για το μέλλλον.
Μια αδρή ματιά στο χθες βεβαιώνει ότι στη νήσο κυριαρχεί μια πρακτική σύμφωνα με την οποία το κυπριακό είναι της απόλυτης και αποκλειστικής διαχείρισης του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας, της εκάστοτε σύνθεσης του Εθνικού Συμβουλίου ή και της διπλωματικής ικανότητας του Υπουργείο Εξωτερικών να αναπτύσσει πρωτοβουλίες. Πολλές φορές τίθεται στην ημερήσια ατζέντα η επόμενη κίνηση στο κυπριακό, οι διπλωματικές προβλέψεις, η επόμενη Σύνοδος του Εθνικού Συμβουλίου κλπ.
Το ερώτημα είναι καθαρό. Σε αυτή την περίοδο ποιος είναι ο ρόλος του πολίτη, των κομμάτων, των οργανωμένων μικρών ή μεγαλύτερων κινήσεων πολιτών, των δήμων, γενικά της κοινωνίας των πολιτών; Η παραδοσιακή απάντηση είναι, κυρίως, η αναμονή, αν έχουμε εξελίξεις να τις σχολιάσουμε ή να αντιδράσουμε, να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε. Η σύγχρονη απάντηση είναι η άσκηση της δημόσιας διπλωματίας. Πάνω σε αυτή την ανάλυση διασυνδέεται ένα επόμενο βήμα και αυτό αφορά τη μικρή αλλά αποφασιστικής σημασίας παρέμβαση της κοινωνίας των πολιτών πάνω σε κρίσιμες διαστάσεις του κυπριακού μέλλοντος-ασφάλεια, αποχώρηση κατοχικού στρατού, οικονομία, ανοικοδόμηση, ανάπτυξη, επικοινωνία/σχέσεις των δύο κοινοτήτων.
Δημόσια διπλωματία σημαίνει ότι οι κοινωνικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται για την εξέλιξη των πραγμάτων από θεατές γίνονται μικροί παίκτες, συζητούν, ανταλλάσσουν απόψεις, κάνουν εκτιμήσεις, αναπτύσσουν έναν πολυφωνικό διάλογο για το κυπριακό μέλλον. Αυτή η εξέλιξη συμβάλλει στην πρόοδο πάνω σε δύο επίπεδα: πρώτο, δημιουργεί πολίτες με στέρεη γνώση του περιβάλλοντος, και, δεύτερο, επιτρέπει στην πολιτική ηγεσία να αντιλαμβάνεται καλύτερα τις αγωνίες, τους προβληματισμούς της κοινωνίας και εν τέλει συνεισφέρει στην προαγωγή της πολιτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον πολίτη και τον πολιτικό.
Ορισμένα παραδείγματα είναι χειροπιαστά: η αξιοποίηση της διέλευσης από και προς τα κατεχόμενα με στόχο την επικοινωνία και την ανταλλαγή απόψεων όπως αρκετά κόμματα ε/κ και συντεχνίες οργανώνουν, η πρωτοβουλία για την Αμμόχωστο, οι επαφές οργανωμένων ενώσεων με επίκεντρο την επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της, το επιτυχημένο παράδειγμα της Κοντέας μέσα από την Επιτροπή για την Πολιτιστική της Κληρονομιά, οι πρωτοβουλίες από κοινότητες ή Δήμους στην κατεχόμενη Κύπρο για αναπαλαίωση ή επιδιόρθωση εκκλησιών ή μνημείων, οι οργανωμένες πρωτοβουλίες γύρω από τη θρησκευτική παράδοση στην Αμμοχωστο, την Κοντέα, ή το Νέο Χωριό Κυθρέας.
Σε πολλούς πολίτες αυτού του τόπου έχει εμπεδωθεί η άποψη ότι τίποτα δεν γίνεται, είμαστε μικροί και αδύναμοι, θα γίνει ότι θέλουν οι «ξένοι», δεν μας ακούει κανείς, όλα είναι χαμένος χρόνος. Η απάντηση σε αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων βρίσκεται στα χειροπιαστά αποτελέσματα που έχει η προσπάθεια της κοινότητας της Κοντέας για ανασυγκρότηση και επαναλειτουργία του Αγίου Χαραλάμπους-μια προσπάθεια που για ολοκληρωθεί σε σημερινές συνθήκες κράτησε οκτώ χρόνια! Μια ηχηρή απάντηση σε αυτή τη θεωρία του «τίποτα δεν γίνεται», βρίσκεται στην πυκνή και παραγωγική δράση της Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά. Αυτές οι δράσεις δεν επιλύουν το κεντρικό πολιτικό θέμα της κατοχής, αυτό αφορά την πολιτική ηγεσία. Ωστόσο, αυτές οι δράσεις είναι ωφέλιμες γιατί κρατούν ανοικτό το δρόμο της ελπίδας και δείχνουν ένα τρόπο-ότι τίποτα δεν μας χαρίζεται, ότι πολλά μπορούμε να πετύχουμε με σχέδιο, αυτοπεποίθηση και πείσμα.