Μνήμη με ποινές;
Να ποινικοποιηθεί, ή όχι, η προσβολή της εθνικής μνήμης στα γήπεδα; Αυτό το δίλημμα αντιμετώπισε η επιτροπή Νομικών της Βουλής σε συζήτηση στις 27 Μαρτίου. Η μια άποψη λέει ότι διάφορα περιστατικά και ορισμένες «απαράδεκτες αναφορές σε ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα πρέπει να απαγορευτούν από τα γήπεδα και να ποινικοποιηθούν», (Ρ. Ερωτοκρίτου, ΕΥΡΩΚΟ). Σε αντίθεση με τα πιο πάνω ο Α. Γεωργίου (ΑΚΕΛ), παρατήρησε ότι «οποιαδήποτε αναλυτική αναφορά σε εθνικές και ιστορικές μνήμες δυνατό να περιπλέξει την κατάσταση…αφού ήδη στην πρόταση νόμου υπάρχουν απαγορεύσεις για την εμφάνιση και μετάδοση μη αθλητικών μηνυμάτων». Και σημείωσε ότι «το ΑΚΕΛ έχει κάθετη θέση ότι οι αθλητικοί χώροι πρέπει να παραμένουν μόνο για τον αθλητισμό και να μην εμπλέκονται σε αυτούς τους χώρους η πολιτική ή σύμβολα ή ενέργειες και πράξεις ρατσιστικές». Ο πρόεδρος της Επιτροπης Ι. Νικολάου ανέλαβε τη δέσμευση «να διατυπώσει μια πρόνοια που να ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στον επιδιωκόμενο σκοπό…», (ρεπορτάζ, εφ/δα «Πολίτης», 28/3).
Δεν είμαι βέβαιος εάν αυτό το ειδικό ζήτημα αφορά ακριβώς την Επιτροπή Νομικών. Ορισμένη νομική αντίληψη λέει ότι η «υπερνομοθεσία» μάλλον περιπλέκει την απονομή της δικαιοσύνης παρά την διευκολύνει. Ίσως το ίδιο ισχύει στην περίπτωση της «προσβολής της εθνικής μνήμης» στα γήπεδα. Ποιος θα κρίνει και με ποια κριτήρια την έννοια «εθνική μνήμη»; Ποιος θα αποφασίσει και με ποια κριτήρια την έννοια «απαράδεκτες αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα»; Ως γνωστόν σε κάθε πολυφωνική κοινωνία τα κόμματα, τα κοινωνικά σύνολα και οι πολίτες κρίνουν με διαφορετικά κριτήρια τις έννοιες της ιστορικής μνήμης και των προσώπων που συνδέονται με αυτήν. Η διαχείριση της ιστορίας (μνήμης, συμβόλων, ονομάτων), συχνά γίνεται με τις σημερινές μας ιδεολογικές προσεγγίσεις. Ως εκ τούτου, οι απόψεις αποκλείνουν, γι’ αυτό άλλωστε σε μια πολυφωνική κοινωνία υπάρχουν διαφωνίες, αντιπαραθέσεις και ασφαλώς διαφορετικές απαντήσεις. Επιπρόσθετα, ο αθλητισμός υπηρετεί και άλλες κοινωνικές ανάγκες, συνεπώς τα αποδεκτά όρια και οι επιβαλλόμενοι δεσμευτικοί κανόνες χρήζουν μιας πιο «ανοικτής» συνεννόησης με ειδικές λύσεις.
Εκτιμώ, ότι είναι παραγωγικό αυτά τα υπαρκτά προβλήματα στους γηπεδικούς χώρους να λύνονται με την εισαγωγή του θεσμού του Αθλητικού Δικαστή. Αυτό λέει η ευρωπαϊκή εμπειρία και αυτό μπορεί να δουλέψει καλύτερα σε ένα χώρο όπου ο φανατισμός και οι εντάσεις, ως γνωστόν, έχουν και κομματικό χρώμα ήδη από τη δεκαετία του ’40. Η ποινικοποίηση αυτού του είδους που συζητήθηκε στη βουλή, είναι πιθανό να έχει την τύχη που είχε η περίφημη ποινικοποίηση του ρουσφετιού. Να ψηφισθεί δηλαδή ένας νόμος που θα μείνει στα συρτάρια, να είναι ανενεργός. Σχετικά εύκολα θα παραχθεί μια διπολική ιδεολογική αντιδικία η οποία θα ακυρώσει στο τέλος κάθε σοβαρή προσπάθεια να περιοριστεί η γηπεδική απρέπεια αυτού του είδους. Κάθε απόφαση θα κρίνεται με δύο «τρόπους» και στο τέλος θα αμφισβητείται η αξιοπιστία κάθε απόφασης. Σε χώρες με μεγάλη αθλητική εμπειρία, ο θεσμός του Αθλητικού Δικαστή αποτελεί την καλύτερη λύση. Υπάρχει ήδη πλούσια εμπειρία σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και η Κύπρος μπορεί να την αξιοποιήσει ώστε να αποκτήσει τον δικό της κυπριακό τρόπο. Η νομοθετική προστασία του, η ανεξαρτησία του ως θεσμού, η αυτοτέλειά του απέναντι σε ομάδες και κόμματα, η επιλογή προσώπου με ικανότητες και κύρος μπορεί να «θωρακίσει» το θεσμό με τα πιο κατάλληλα εφόδια.