Ο διάλογος, η ανασφάλεια και οι εγγυήσεις

Η θέση στερείται, τουλάχιστον, συνέπειας: αν κάποιος θεωρεί ότι η Τουρκία δεν θα τιμήσει την υπογραφή της σε ένα ενδεχόμενο σχέδιο λύσης στο κυπριακό, τότε η προέκτασής της σκέψης αυτής θα έπρεπε να είναι «κανένας διάλογος και κανένας κύκλος συνομιλιών με την τ/κ πλευρά»! Αν πιστεύεις κάποιος ότι σε κάθε ενδεχόμενη συμφωνία, τα πράγματα είναι από χέρι καμένα καθώς η Τουρκία δεν θα εφαρμόσει τις πρόνοιές της, τότε θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη σκέψη του με δημόσια υποστήριξη της θέσης για κανένα διακοινοτικό διάλογο, με απόρριψη των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και -σε ένα τέτοιο σενάριο- να διατυπώσει, αν έχει, μια άλλη πρόταση.

Αυτή η αντίφαση δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς η πολιτική μας ζωή διαθέτει ποικιλία από ανάλογες πρακτικές Σήμερα έχουμε μόνο το ένα («η Τουρκία δεν θα εφαρμόσει τη λύση»), και δεν έχουμε το δεύτερο, («κανένας διακοινοτικός διάλογος»), γεγονός που πρακαλεί απορίες γιατί κάποιος να μην προεκτείνει την πραγματική του σκέψη μέχρι το τέλος. Είναι όμως ιδιαίτερης σημασίας υπόθεση να σημειώσει κανείς ότι αυτή η αντίφαση εκφράζεται από ορισμένες δυνάμεις που, εσχάτως, συμπαθούν ιδιαίτερα την Κυπριακή Δημοκρατία, η βάση της οποίας οικοδομήθηκε το 1959 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και πάνω στις οποίες συμφωνίες τέθηκαν πολύ γνωστές υπογραφές, δύο από την Κύπρο και τρεις από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις! Αν αυτό δείχνει προτίμηση από ορισμένες ε/κ δυνάμεις της πολιτικής της στασιμότητας, αλλιώς της συνέχισης του σημερινής κατάστασης πραγμάτων, στην πράξη αυτή η προτίμηση ταυτίζεται με τη συνέχιση του νομικού και πολιτικού πλέγματος του 1960, μεταξύ των οποίων και της συνέχισης του συστήματος των εγγυήσεων, και μέσα σε αυτό το πλέγμα, μεταξύ άλλων, και των επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας!

Το ζήτημα δεν ήταν, και δεν είναι, να κινούμαστε ανάμεσα σε αντιφάσεις. Ζήτημα είναι να απαντήσουμε σε πραγματικά ερωτήματα ή απορίες της ε/κ κοινωνίας, με άσκηση πραγματικής πολιτικής που λύνει προβλήματα και απαλλάσσει την Κύπρο από την κατοχή και τα επεμβατικά δικαιώματα του 1960. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η ένταξη στην ΕΕ, έτσι που να οικοδομήσουμε την επόμενη ημέρα με νέα στοιχεία. Το δίκτυο ασφαλείας οικοδομείται με τη διεκδίκηση μιας νέας αντίληψης για την ασφάλεια κατά και μετά τη λύση, με τη δραστήρια συμμετοχή μας στην ΕΕ, με τη δημιουργία νέων συμμαχιών, με τους χειρισμούς και την παρουσία μας, με δίκτυα ανάπτυξης συμφερόντων μέσα στην ΕΕ (οικονομικά, πολιτικά, αμυντικά, πολιτιστικά, συμμετοχή σε προγράμματα, δράσεις που να προωθούν κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα). Με τις δράσεις που επιλέγουμε με τις πρωτότυπες σκέψεις που καταθέτουμε στην κοινοτική λειτουργία, που να εκφράζουν μια κατανόηση του ευρύτερου κοινοτικού συμφέροντος.

Το δίκτυο ασφαλείας συνδέεται με τις ιδέες, τις πρωτοβουλίες, το κύρος που δημιουργεί ένα μέλος της ΕΕ το οποίο, στην περίπτωση λύσης του κυπριακού, θα έχει την θερμή και πλήρη στήριξη της Επιτροπής και των κρατών-μελών για να ολοκληρωθεί. Σταθερή προϋπόθεση είναι να κινητοποιήσουμε εμείς το υπαρκτό σχήμα της ΕΕ, με τις δικές μας επιλογές, με τις δικές μας πρωτοβουλίες να δώσουμε στην ΕΕ ένα σημαντικό ρόλο στην εξωτερική της δράση, αυξάνοντας έτσι την αξιοπιστία της στις διεθνείς σχέσεις. Η λύση του κυπριακού με τη σφραγίδα ΕΕ θα είναι ένα δυνατό παράδειγμα όπου η ΕΕ μπορεί να πιστοποιήσει την ικανότητά της να είναι πρωταγωνιστής στο ξεπέρασμα ιστορικών συγκρούσεων σύμφωνα με τις ιδρυτικές της αρχές.

Σε μιαν εποχή μεγάλων εντάσεων στη Μ. Ανατολή, σε μια εποχή που οι θρησκευτικές εντάσεις αποκτούν ολοένα και πιο πολύπλοκο χαρακτήρα, η επίλυση του κυπριακού θα αποτελέσει μια κορυφαία εξέλιξη στο παγκόσμιο και περιφερειακό πολιτικό σκηνικό και έτσι θα τύχει ευρύτατης υποστήριξης ως ένα θετικό παράδειγμα συμφιλίωσης σε μια εποχή στρατιωτικών εντάσεων στην ευρεία γειτονιά μας.