Ο Κ. Σημίτης και η προοδευτική πολιτική
Ο Κώστας Σημίτης στο συμπόσιο του ΙΣΤΑΜΕ εξ αφορμής της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 επέτειο ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ:
«Σιωπήσαμε όταν βλέπαμε το τσουνάμι της κρίσης να έρχεται. Επαναφέραμε μάλιστα στην τάξη κάποιους λίγους που το επισήμαιναν. Κυριάρχησε το δόγμα, ότι μια προοδευτική κυβέρνηση είναι ενάντια σε περικοπές παροχών, επιδομάτων και προσόδων. Ότι ο προοδευτικός χώρος δεν έχει σχέση με σταθεροποίηση ή με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, «τα δίνει όλα», για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή σε όλους έκφραση. Δημιουργήσαμε την εντύπωση ότι ως μάγοι θα τα τακτοποιήσουμε όλα χωρίς να είναι ανάγκη να ανησυχήσουμε τους πολίτες. Πληρώσαμε όχι μόνο τις φαντασιώσεις μας με το πετσί μας αλλά τις πλήρωσε καιο ελληνικός λαός, πράγμα πολύ χειρότερο. Παρ΄ ολ’ αυτά οι παλιές ιδέες μας περιστοιχίζουνακόμη. Δεν τολμάμε να αναμετρηθούμε μαζί τους, να αλλάξουμε αποφασιστικά ρότα. Κάποιοι από μας, ακόμα και σήμερα υπερασπίζονται, για χάρη δήθεν των εργαζομένων, τις τερατώδεις ρουσφετολογικές προσλήψεις που έγιναν από τη Ν.Δ από το 2004 έως το 2009. Παραβλέπουν επίμονα ότι η χώρα καταστράφηκε από αυτήν την πρακτική. Αποσιωπούν ότι χιλιάδες έλληνες έμειναν άνεργοι και περιήλθαν σε φτώχεια, γιατί σπαταλήθηκαν αλόγιστα τα χρήματα που θα δημιουργούσαν έργα, απασχόληση, προοπτικές…Σε μια δημοκρατία, αν θέλουμε να υπάρχει δημοκρατία και κοινωνία πολιτών, ο πολίτης δεν βρίσκεται υπό επιτροπεία. Ο πολιτικός δεν είναι ο κηδεμόνας του που κρίνει τι θα μαθαίνει. Μια χώρα έχει το επίπεδο ανάπτυξης και πρωτοβουλιών που έχουν οι πολίτες της. Αν δεν προσπαθήσουμε οι πολίτες να έχουν πληροφόρηση, γνώση, κρίση, θα βρισκόμαστε μονίμως σε υστέρηση. Η υποτίμηση των πολιτών υποτιμά τη χώρα. Η συγκάλυψη της αλήθειας από τους πολιτικούς δημιουργεί μια κοινωνία η οποία δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματά της. Που γίνεται έρμαιη δημαγωγών, τσαρλατάνων, που πιστεύει σε «ψεκασμούς», προσβλέπει σε σβάστικες και ελπίζει σε μάγους με ταχυδακτυλουργίες που θα βρουν από το πουθενά χρήματα και πετρέλαια. Για να βγούμε από την άβυσσο που βρισκόμαστε, πρέπει να σταματήσει η υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών. Το ΠΑΣΟΚ θα συνεχίσει ακάθεκτο την πορεία της πτώσης του, αν κλείσει τα μάτια στις ανάγκες της εποχής, αν θεωρεί την πολιτική μια τυποποιημένη συμπεριφορά, μια ρουτίνα, αν αρκείται να ασκεί μικροπολιτικές παραχωρώντας προσόδους ή ρυθμίζοντας πρόσκαιρα και επιφανειακά τις ανάγκες, αν ασχολείται με την επικοινωνία, την προβολή, τις δημόσιες σχέσεις, την εικόνα και όχι με τις λύσεις που έχει ανάγκη ο τόπος.
Ας δούμε ότι κοντά στο ΠΑΣΟΚ μπορούν να υπάρχουν και άλλα σχήματα στο πλαίσιο της προοδευτικής παράταξης με δικές τους ευαισθησίες, ιδεολογίες και επιδιώξεις. Ας προσπαθήσουμε μια ευρύτερη συνεργασία στην αρχή με χαλαρούς κανόνες και βαθμιαία, μετά από συνεννοήσεις, πιο σταθερούς. Δεν με απασχολεί να τακτοποιήσω τους υπερεκχειλίζοντες εγωισμούς μικροαρχηγών, ούτε κάποιους μόνιμα διαφοροποιημένους έως ότου εξασφαλίσουν αυτό που θέλουν. Με απασχολούν οι πολλοί που όπως στα χρόνια της δικτατορίας, θέλουν να βοηθήσουν, να εκφράσουν τις αγωνίες τους, να δράσουν, να ξεφύγουν από την ισοπέδωση στην οποία έχουν εκτεθεί, να σπάσουν τα αόρατα δεσμά που τους επιβάλλουν να συμμορφωθούν. Αυτούς πρέπει να εντάξουμε στην προσπάθειά μας που το σύστημα εσκεμμένα ή άθελα αποκλείει σήμερα τα νέα πρόσωπα, τις νέες κινητοποιήσεις, τις νέες ιδέες. Ας το αλλάξουμε. Έτσι μόνο μπορούν να γίνουν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Από όλους εκείνους που έχουν άποψη, λόγο και θέληση για δημιουργική δράση. Να προχωρήσουμε με θάρρος, φαντασία, συναίσθημα ευθύνης όπως το 1974».
Η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στο editorial της επόμενης ημέρας γράφει: «Υπήρξαν αρκετές φωνές, στο διήμερο συνέδριο που οργάνωσε το ΠΑΣΟΚ που έβαλαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Όχι μόνο για τις παθογένειες του κόμματος που κυβέρνησε επί τρεις σχεδόν δεκαετίες, αλλά συνολικά του πολιτικού συστήματος. Η παρέμβαση όμως που τάραξε κυριολεκτικά τα λιμνάζοντα ύδατα της πολιτικής προήλθε από τον Κώστα Σημίτη. Με καθαρότητα και σαφήνεια ο πρώην πρωθυπουργός τους έθεσε όλους προ των ευθυνών τους. Και για τη δημιουργία της κρίσης και για τη διαχείριση της, αλλά και για τις προοπτικές εξόδου από αυτήν. Οι ταγοί μας, τόνισε ο κ.Σημίτης, στην πλειοψηφία τους, αποδείχθηκαν ανειλικρινείς απέναντι στους εαυτούς τους, απέναντι στη χώρα, αυτάρεσκοι για τα αξιώματα που κατείχαν, τυφλοί κι αδιάφοροι για τις επιδράσεις στην ελληνική οικονομία της ενιαίας αγοράς, του ενιαίου νομίσματος, των νέων συνθηκών στην ευρωζώνη. Δεν δίστασε μάλιστα να καταλογίσει τις ευθύνες και στο ίδιο το κόμμα του, τονίζοντας ότι σιωπήσαμε όταν βλέπαμε το τσουνάμι της κρίσης να έρχεται. Πληρώσαμε έτσι τις φαντασιώσεις μας στο πετσί μας, αλλά τις πλήρωσε κι ελληνικός λαός, πράγμα πολύ χειρότερο. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς συμψηφισμούς χωρίς κομματικές παρωπίδες, ο κ. Σημίτης είπε τα πράγματα με το όνομα τους, προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει τις υγιείς δυνάμεις του τόπου όπως είπε».
Από το ηλεκτρονικό περιοδικό ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ σταχυολογώ τα εξής:
Ο Βασίλης Δεληγκάρης γράφει: «Ο Κώστας Σημίτης στην ομιλία του υπήρξε όπως πάντα ουσιαστικός, μεστός και συγκροτημένος, με μια μελαγχολία πια στο ύφος του, αλλά πάντα ουσιαστικά νέος και σύγχρονος, με αίσθηση της πραγματικότητας αλλά και με αίσθημα ευθύνης όπως πάντα απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας, με έναν ειλικρινή και κοφτερό πολιτικό λόγο, που θα έπρεπε να κάνει νομίζω πολλούς «σύγχρονους» πολιτικούς της χώρας, να πάρουν τα βουνά και να πάνε να κάνουν τους τσέλιγκες σε κανένα μαντρί! Ο Κ. Σημίτης αποτελεί πλέον, εκτός από ένα ιστορικό πολιτικό πρόσωπο, το οποίο ως πρώην Πρωθυπουργός κρίθηκε, κρίνεται και θα κριθεί κάποτε ποιο ψύχραιμα και αντικειμενικά από την ιστορία για τα πεπραγμένα του και ένα μέτρο σύγκρισης με πολύ υψηλά στάνταρ, για το πώς πρέπει να ασκείται η πολιτική και να εκφέρεται ο πολιτικός λόγος, με παιδευτικό παιδαγωγικό για την κοινωνία ρόλο, με αξιοπρέπεια και ουσία, ένας πολιτικός λόγος που μπορεί να είναι σκληρός ειλικρινής και ταυτόχρονα λυτρωτικός».
Ο Παύλος Αθανασόπουλος γράφει: «Το κυριότερο όμως, άνοιξε τον δρόμο για τον μετασχηματισμό του σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Και έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των διεργασιών για την συγκρότηση της μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης και του νέου μεταρρυθμιστικού πόλου. Η συγκλονιστική ομιλία του Κώστα Σημίτη ήταν μια ακριβής περιγραφή του πώς φτάσαμε σε αυτή την τρομερή κρίση. Παράλληλα δε, έδειξε με ενάργεια τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν για τη σύγκλιση της κεντροαριστεράς. Ήταν ένα χαστούκι σε αυτούς που δεν κατάλαβαν τίποτα από την κρίση και συνεχίζουν τις πρακτικές ψηφοθηρίας, στις παγιωμένες κομματικές ιεραρχίες, στους φιλόδοξους αρχηγίσκους ανύπαρκτων κόμματων, στον αριστερό κομφορμισμό της ΔΗΜΑΡ, στους παράγοντες που αισθάνονται τόσο σημαντικοί που δεν μπορούν να δουν το μέλλον χωρίς αυτούς».
Ο Νίκος Γκιώνης γράφει: «Η ομιλία του Κ. Σημίτη, απέδειξε την διαχρονικότητα και τον ρεαλισμό απόψεων που χαρακτηρίζονται από τη συνοχή και τις αναγκαίες γι’ αυτήν επικαιροποιήσεις. Το κυριότερο όμως είναι πως ετούτη τη φορά, δεν στάθηκε στις, έτσι κι αλλιώς, επαρκείς και τεκμηριωμένες αναλύσεις του, αλλά ουσιαστικά αυτοπροσδιορίστηκε ως ο πρώτος αφέτης μιας προσπάθειας ταυτόχρονα υπό αίρεση και εν τω γενάσθαι, της σύστασης δηλαδή του τρίτου πολιτικού πόλου, προσδίδοντάς του και κάποιες κινηματικές χροιές».
Ο Ηλίας Κανέλλης γράφει: «Αντίστοιχα πρόσωπα, κινήσεις, ρεύματα υπάρχουν και σήμερα. Για να βγουν μπροστά, χρειάζεται, όπως είπε ο Κ. Σημίτης, «να παλέψουμε για πεποιθήσεις», να δώσουμε ιδεολογικό χρώμα στις αναζητήσεις μας – που θα περιλαμβάνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τις μάχες που πρέπει να τις συνοδεύσουν. Και δεν χρειάζονται ηγέτες, ηγετίσκοι, αρχηγοί και ομαδάρχες – θα αναδειχθούν στην πορεία. Μπορούν άραγε τα κόμματα, και ιδίως το ΠΑΣΟΚ, να παραιτηθούν από την ηγεμονική παρουσία που ακόμα έχουν; Σε γενικές γραμμές, πάντως, δεν απέφυγε να φωτογραφίσει τις ιδιοτέλειες που έβλεπε μπροστά του – εξουσιομανία, αυταρέσκεια, αυτοπροβολή, χρήση του ρόλου τους στο κράτος για προσοδοθηρία, χειρισμό των διορισμών, αδυναμία ή αδιαφορία προσέγγισης του παρόντος και του μέλλοντος. Δεν απέφυγε να ασκήσει κριτική στον πιο σπάταλο κρατισμό όλων των εποχών, τον κρατισμό του Κώστα Καραμανλή. Και δεν τη χάρισε ούτε στην τελευταία διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ – περίοδο «φαντασιώσεων», στερεοτύπων, αμφιθυμίας, ατολμίας».
Ο Γιώργος Σιακαντάρης γράφει: «Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι πολύ ορθό το ΠΑΣΟΚ να τιμά την 3η Σεπτέμβρη. Γιατί αν και αυτή μας κληροδότησε αυξημένες τάσεις λαϊκισμού και πελατειακών δομών, έδωσε επίσης τον Ανδρέα Παπανδρέου ως τον πολιτικό που ενοποίησε πολιτικά τη χώρα και τον Κώστα Σημίτη ως τον καλύτερο Πρωθυπουργό, εδώ να με συγχωρέσει ο Μιχάλης Μητσός, όχι μόνο της μεταπολιτευτικής, όπως ο ίδιος υποστήριξε, αλλά της μεταπολεμικής Ελλάδας. Τον Πρωθυπουργό ο οποίος την ενέταξε στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. Πυρήνα που σήμερα αγωνιζόμαστε να παραμείνουμε».
Το απόσπασμα από την ομιλία του Κ. Σημίτη και τα αποσπάσματα από τα επώνυμα άρθα που επέλεξα, δείχνουν τη βαρύτητα, την εγκυρότητα και την αξιοπιστία του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας και προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Σφράγισε με το έργο του την καλύτερη Ελλάδα που υπήρξε μετά την Μεταπολίτευση, 1996-2004, καθοδήγησε το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα για δεκαετίες, και, μετά το 2004, διατύπωσε εισηγήσεις, προέβλεψε με ακρίβεια την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς τον εκτροχιασμό (2009) και τους λόγους που την οδήγησαν στον γκρεμό, το 2011. Σήμερα διατυπώνει, μεταξύ άλλων, την εισήγηση για το πώς θα επιτευχθεί η ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα: «Ας δούμε ότι κοντά στο ΠΑΣΟΚ μπορούν να υπάρχουν και άλλα σχήματα στο πλαίσιο της προοδευτικής παράταξης με δικές τους ευαισθησίες, ιδεολογίες και επιδιώξεις. Ας προσπαθήσουμε μια ευρύτερη συνεργασία στην αρχή με χαλαρούς κανόνες και βαθμιαία, μετά από συνεννοήσεις, πιο σταθερούς». Αυτή η προσέγγιση δίνει λύσεις και, υπό προϋποθέσεις, αλλάζει τον πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα. Από το ΠΑΣΟΚ, κυρίως, εξαρτάται αν θα σχεδιάσει και να υλοποιήσει ένα πολιτικό εγχείρημα ιδιαίτερα επωφελές για την προοδευτική ιδεολογία.