Ο καυμός της ρωμιοσύνης
Μια αφίσα έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στις εκδηλώσεις κατά της υπογραφής του μνημονίου έξω από τη Βουλή στις 26 Απριλίου. Με τη δήλωση περί «Δούρειου Ίππου» η αφίσα συνέδεσε την σύγχρονη πορεία της Κύπρου με ξένες συνωμοσίες σχετικά με το κυπριακό (2004) και την οικονομία (2012/13) που έχουν στόχο τη συντριβή και την τριπλή υποδούλωσή της- στην Τουρκία, στην Αγγλία, στους ξένους, γενικώς. Αυτή η αντίληψη έχει βαθειές ρίζες, την ονομάζω «καϋμό της ρωμιοσύνης» -η τάση κάθε αναποδιά, ήττα, ή οπισθοδρόμηση να αποδίδεται σε σε συνωμοσία ξένων, σε ανθελληνικές ραδιουργίες κάποιου ξένου πολιτικού ή διπλωμάτη. Η ήττα αποδίδεται σε μη κυπριακές δυνάμεις γιατί ο «καϋμός της ρωμιοσύνης» δεν επιχειρεί να απαντήσει στο κλασσικό ερώτημα ποιος έχει την πρώτη ευθύνη να υπερασπίζεται τα κυπριακά συμφέροντα.
Στην σύγχρονη ιστορία της Κύπρου η ανάπτυξη αυτής της κουλτούρας, συγκάλυπτε τα πραγματικά προβλήματα, δεν βοηθούσε στη δημιουργία κριτικής σκέψης και εντέλει απέδιδε τα πάντα στην κακή πρόθεση των ξένων. Κυρίως όμως απετέλεσε ένα βολικό πρόσχημα που απάλλασσε τις εκλεγμένες κυβερνήσεις από την ευθύνη της πρόβλεψης και της καθοδήγησης των πραγμάτων. Αν η Λευκωσία κατέγραφε αδιέξοδα ή ήττες, αυτό οφειλόταν μόνο στην εξωτερική κακοπιστία ή στην «ατυχία». Σε απάντηση ή σχολιασμό της πολιτικής που υπερασπίζεται τον «καϋμό της ρωμιοσύνης» θα έθετα το ερώτημα: πώς η Κύπρος πέτυχε την ένταξη στην ΕΕ; Ποια πολιτική εφαρμόστηκε για 20 χρόνια και ξεπέρασε όλα τα μεγάλα εμπόδια; Είναι τυχαίο που οι μεγάλες νίκες κερδήθηκαν από την Αθήνα και καμμία από αυτές δεν είχε πλειοψηφική υποστήριξη στη Λευκωσία; Αν κυριαρχούσε η πολιτική της «ατυχίας» θα είμαστε ακόμα υποψήφιο μέλος!!
Ο διπλωμάτης Β. Θεοδωρόπουλος γράφει ότι «στην εξωτερική πολιτική είναι πολλοί εκείνοι που εμφανίζονται ως επαϊοντες, έστω και χωρίς γνώσεις ή πείρα…η εξωτερική πολιτική προσφέρει έδαφος για ερασιτεχνισμό και για καλλιέργεια προσωπικής ή κομματικής προβολής, εκμετάλλευσης και αντιπαράθεσης που παρασύρουν την εξωτερική πολιτική στη δίνη της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης…»-Β. Θεοδωρόπουλος, Ανασκόπηση- Η Εξωτερική Πολιτική της Νεότερης Ελλάδας», Αθήνα, 1996.
Η υπεράσπιση μιας υπόθεσης όπως για παράδειγμα εκείνης που συνδέεται με την επίλυση του κυπριακού είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, γιατί, απαιτείται η μέγιστη δυνατή δραστηριότητα, η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που να βοηθά τη δική σου θέση, απαιτείται η δράση μιας διπλωματικής υπηρεσίας που να γνωρίζει και να αναλύει όλες τις πτυχές του προβλήματος και τις αντιδράσεις των αντιπάλων, απαιτείται ήρεμο κλίμα στο εσωτερικό μέτωπο, συνεργασίες ανάμεσα σε κόμματα, συναίνεση γύρω από μείζονος σημασίας επιδιώξεις, ενημερωμένη και δραστήρια κοινή γνώμη, αποφασιστικότητα για να μην είναι η διχοτόμηση το μέλλον της πατρίδας μας.
Στη συγκυρία που η πολιτική ηγεσία εκτιμά ότι απαιτείται η λήψη μιας απόφασης, χρειάζεται να διαπραγματευτεί το βέλτιστο, να σταθμίσει τους συσχετισμούς δύναμης, να συνεκτιμήσει τη σχέση κόστους- ωφελείας, να υπολογίσει το ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από τη μια ή την άλλη κίνηση, και τελικά, να έχει το θάρρος να λαμβάνει αποφάσεις ως εκλεγμένη, ως υπεύθυνη ηγεσία.
Αυτή είναι η απάντηση του Θουκυδίδη απέναντι στον «καϋμό της ρωμιοσύνης»-ο υπεύθυνος ηγέτης αναλαμβάνει ευθύνες, «δεν μιλάει στο πλήθος προς ηδονήν», και δεν διστάζει «και προς οργήν τι αντειπείν». Ο υπεύθυνος ηγέτης είναι εκείνος που θα πάρει αποφάσεις, εκείνος που είναι σε θέση να αντικρούσει την άρνηση και τη δημαγωγία, εκείνος που μπορεί να υπερασπίζεται με ορθολογικό τρόπο εκείνο που υπηρετεί το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Κύπρου. Ο Γ. Κρανιδιώτης στις 20 Σεπτεμβρίου 1997 τόνιζε ότι «οι στρατηγικοί στόχοι δεν προωθούνται με ρητορική, βερμπαλισμούς και αφορισμούς. Η εσωστρέφεια, η αυτάρεσκη περιχαράκωση οδηγούν σε απομονωτισμό. Απαιτείται συνεχής παρακολούθηση, αντιμετώπιση των θεμάτων, πρωτοβουλίες και πρόγραμμα».