Ο Ομπάμα και τα ανοικτά σύνορα
Καθώς περνά ο χρόνος, η απουσία του γίνεται πιο αισθητή. Ο Μ. Ομπάμα δεν ήταν ένας συνηθισμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, με το λόγο και αρκετά έργα του έδειξε μια συνεπή στάση να περάσει τις απόψεις των Δημοκρατικών και τις δικές του στην αμερικάνικη κοινωνία. Δεν γνωρίζω πως η ιστορία θα αποτιμήσει το έργο του, αλλά στη δική μου κρίση και μόνο το γεγονός πως ήταν ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, μετρά. Κέρδισε την μάχη με το σύστημα υγείας, έφερε πολλές θέσεις εργασίας, έδωσε αναπτυξιακό ρυθμό στην οικονομία της χώρας του, εργάστηκε για τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, εφερε πιο κοντά την Κούβα με τις ΗΠΑ. Δεν πέτυχε να μειώσει τις φυλετικές προκαταλήψεις μέσα στις ΗΠΑ, δεν τα κατάφερε να περιορίσει την οπλοκατοχή παρά τις προσπάθειές του, δεν έφερε στη Μ. Ανατολή κάτι καινούριο, έδειξε αμφιθυμία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας του ISIL.
Ωστόσο, στο επίπεδο της διαμόρφωσης μιας καλύτερης συνεννόησης ανάμεσα στις δημοκρατικές κοινωνίες, έδωσε πολύ θετικά δείγματα γραφής, ο λόγος του ήταν προοδευτικός, με συνοχή και στρατηγική σκέψη. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την ομιλία του στην Αθήνα. Ξεχωρίζω ορισμένες παραγράφους, καθώς μέσα από αυτές περικλείονται σκέψεις για σημαντικά, σημερινά φαινόμενα και σημερινές προκλήσεις ικανές να προωθήσουν το διάλογο και να εμπλουτίσουν τη διαδικασία για αναζήτηση λύσεων με υπερεθνικό χαρακτήρα. Δεν λύνεται, έτσι κάποιο πρόβλημα, γίνεται όμως αφορμή για έναν πιο παραγωγικό προβληματισμό σε ευρύτερο επίπεδο. Επέλεξα, αυτό το απόσπασμα που, κατά την άποψή μου, συνδέεται με το πιο σημαντικό κομμάτι της ομιλίας του, αυτό για την τεχνολογική μεταβολή, τα ανοικτά σύνορα, την παγκοσμιοποίηση.
Απόσπασμα από την ομιλία Ομπάμα:
«Είναι, φυσικά, αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε δει δημοκρατίες να έρχονται αντιμέτωπες με σοβαρές προκλήσεις. Το πρώτο παράδειγμα που θα χρησιμοποιήσω σχετίζεται με το παράδοξο μιας σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Οι ίδιες δυνάμεις που μπόρεσαν να δημιουργήσουν τόσο πλούτο, ταυτόχρονα έγιναν εκείνες οι δυνάμεις που επέδειξαν πολλά ελαττώματα. Υπήρξαν πρόοδοι στην τεχνολογία, που βελτίωσαν τις ζωές των ανθρώπων. Πολλές οικογένειες βγήκαν από τη φτώχεια, οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση. Αν πρέπει να επιλέξει κάποιος μια στιγμή στην Ιστορία για να γεννηθεί, αυτή θα ήταν τώρα, διότι ο κόσμος συνολικά δεν ήταν ποτέ πιο εύρωστος, καλύτερα εκπαιδευμένος και πιο υγιής. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρχε λιγότερη βία από σήμερα. Είναι δύσκολο να το αντιληφθούμε, όταν βλέπουμε τις ειδήσεις, αλλά είναι αλήθεια. Και πολλά από αυτά σχετίζονται με τις εξελίξεις σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Ωστόσο η παγκοσμιοποίηση αυξάνει τις ανισότητες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οταν βλέπουμε ανθρώπους, όπως οι παγκόσμιες ελίτ, οι μεγάλες εταιρείες, οι οποίοι ζουν με διαφορετικούς κανόνες -αποφεύγουν τους φόρους για παράδειγμα, χειραγωγούν τους ανθρώπους και εκμεταλλεύονται τα διάφορα “παραθυράκια” που τους δίνονται- είναι εκείνοι που συλλέγουν μεγάλο πλούτο, ενώ οι μεσαίες τάξεις παλεύουν καθημερινά, αυτό γεννά ένα αίσθημα αδικίας. Αυτή η ανισότητα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στις δημοκρατίες μας.
Η ανισότητα κάποτε γινόταν ανεκτή γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν μέτρο σύγκρισης. Τώρα δεν είναι ανεκτή. Γιατί όλοι έχουν ένα τηλέφωνο και μπορούν να δουν τι γίνεται στον κόσμο. Οι άνθρωποι τώρα γνωρίζουν καλύτερα τι συμβαίνει. Ακόμη και στο μικρότερο αφρικανικό χωριό μπορούν να δουν πώς ζουν οι άνθρωποι στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η ανισότητα πρέπει να είναι ένα από τα κύρια σημεία που πρέπει να απασχολεί την οικονομική πολιτική μας.
Στις δικές μας κοινωνίες, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις πιο προηγμένες χώρες, θέλουμε οι άνθρωποι να ανταμείβονται για τα δημιουργήματά τους. Οταν όμως ένας διευθύνων σύμβουλος μπορεί να αμείβεται σε μία ημέρα πολύ περισσότερο σε σχέση με όσα αμείβεται ένας εργαζόμενος σε ένα χρόνο, όταν οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ανεβούν στην ιεραρχία, όταν ένα εργοστάσιο που ήταν ο πνεύμονας μιας πόλης ή μιας κοινότητας κλείνει, τότε αυτό το αίσθημα τροφοδοτεί την ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση ευνοεί μόνο τις ελίτ. Οι άνθρωποι σκέφτονται ότι ο ένας κερδίζει και ο άλλος χάνει και υψώνονται τείχη ανάμεσά τους.
Σε προηγμένες κοινωνίες ακούγονται φωνές κατά της τεχνολογίας. Κάποιοι θέλουν να επαναφέρουν θέσεις εργασίας που έχουν χαθεί εδώ και δεκαετίες. Αυτή η τάση είναι κατανοητή σε ένα βαθμό, γιατί κάποιοι αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο του δικού τους μέλλοντος. Οπισθοχωρούν. Το είδαμε στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, που οι περισσότεροι επέλεξαν Brexit. Ωστόσο έχοντας κατά νου την τεχνολογία, δεν είναι δυνατόν να αποκοπούμε ο ένας από τον άλλο. Τώρα ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, σε μια εφοδιαστική αλυσίδα που σχετίζεται με κάθε χώρα. Οι θέσεις εργασίας του αύριο θα είναι διαφορετικές. Δεν μπορούμε να κοιτάζουμε προς τα πίσω. Πρέπει να κοιτάμε προς το μέλλον. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τους συσχετισμούς που έχουν παραγάγει πλούτο αλλά και σχέσεις. Δεν μπορούμε να κινούμαστε σε συγκρούσεις ανάμεσα στις χώρες. Πιστεύω ότι η καλύτερη ελπίδα για πρόοδο σχετίζεται με τις ανοιχτές αγορές και φυσικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Επίσης, πιστεύω ότι το μονοπάτι της παγκοσμιοποίησης απαιτεί διορθώσεις και τα επόμενα χρόνια οι χώρες μας πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα πλεονεκτήματα μιας ολοκληρωμένης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας θα φτάσουν σε περισσότερους ανθρώπους και ο αρνητικός αντίκτυπος και οι συνέπειες θα αφορούν ολοένα και λιγότερους. Χρειαζόμαστε τολμηρές πολιτικές που θα προωθήσουν την ανάπτυξη και τη στήριξη της απασχόλησης. Γνωρίζουμε ότι πρέπει να δοθεί στους εργαζομένους περισσότερη δύναμη και καλύτερες αμοιβές.
Γνωρίζουμε ότι πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στους ανθρώπους μας – στην εκπαίδευση των νέων μας, στις δεξιότητες και στην κατάρτιση για να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια οικονομία. Γνωρίζουμε ότι πρέπει να ενθαρρύνουμε την επιχειρηματικότητα, έτσι ώστε να είναι ευκολότερο να ξεκινήσει μια επιχείρηση. Γνωρίζουμε ότι πρέπει να ενισχυθούν η κοινωνική συνοχή και το δίχτυ ασφαλείας που είναι διαθέσιμο για τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των παροχών της ποιότητας της υγειονομικής περίθαλψης και συνταξιοδότησης.
Η δημοκρατία γίνεται απλούστερη όταν όλοι λατρεύουν τον ίδιο Θεό, τρώνε το ίδιο φαγητό. Η δημοκρατία γίνεται όμως πιο δύσκολη όταν έρχονται άνθρωποι από διαφορετικά περιβάλλοντα, με διαφορετική ιστορία και προσπαθούν να συμβιώσουν. Στον δικό μας παγκοσμιοποιημένο κόσμο, με τη μετανάστευση των ανθρώπων και τη γοργή μετακίνηση ιδεών και παραδόσεων, βλέπουμε ολοένα και περισσότερο αυτό το μείγμα δυνάμεων και αυτό πολύ συχνά αποτελεί δύναμη για τις δικές μας κοινωνίες, αλλά και αντικείμενο συγκρούσεων. Στον αιώνα της πληροφορίας όλοι γνωρίζουν τα πάντα για το πώς ζουν οι άλλοι και κάποιοι αισθάνονται απειλές κάποιες φορές, εάν οι άνθρωποι δεν ακολουθούν την πεπατημένη, και αναρωτιούνται για τη δική τους ταυτότητα. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μια ρευστότητα στο πολιτικό επίπεδο. Είμαστε αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα όπου οι πολιτισμοί συγκρούονται και είναι αναπόφευκτο ότι κάποιοι θα αναζητήσουν καταφύγιο στον εθνικισμό ή σε διαχωρισμούς. Σε χώρες όπου έχουν τεθεί τα σύνορα από την αποικιοκρατία, είτε στη Μέση Ανατολή είτε στην Αφρική, υπάρχει ο πειρασμός να αναβιώσουν οι παλιοί διαχωρισμοί. Σε ένα κόσμο ανισοτήτων υπάρχει μια υποψία ή υπάρχει μια τάση να βλέπουμε κάποιες ελίτ που έχουν απομακρυνθεί από την καθημερινότητα των πολιτών. Τι ειρωνεία όμως, σε μια περίοδο που μπορούμε να έχουμε εικόνα για το τι συμβαίνει σε κάθε άκρη του πλανήτη, οι άνθρωποι να νιώθουν απομακρυσμένοι από τις δικές τους κυβερνήσεις.
Οπως έχουμε μια οικονομική στρατηγική χωρίς αποκλεισμούς, πρέπει να έχουμε και μια πολιτική και πολιτιστική στρατηγική χωρίς αποκλεισμούς. Σε όλες τις πρωτεύουσές μας πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε τις κυβερνήσεις πιο αποδοτικές, πιο αποτελεσματικές στην ανταπόκρισή τους στις καθημερινές ανάγκες των πολιτών. Οι θεσμοί της διακυβέρνησης, είτε είναι στην Αθήνα είτε στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο ή στη Ουάσιγκτον, πρέπει να ανταποκρίνονται στις έγνοιες των πολιτών. Ο κόσμος πρέπει να ξέρει ότι ακούγεται η φωνή του. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση -και η Ευρωπαϊκή Ενωση- αποτελεί ένα από τα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά επιτεύγματα της ανθρώπινης ιστορίας. Και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο κόσμος χρειάζεται μια Ευρώπη ισχυρή και ευημερούσα και δημοκρατική.
Πιστεύω όμως ότι όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πρέπει να αναρωτηθούν: Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι πολίτες της κάθε χώρας θα νιώθουν ότι ακούγεται η φωνή τους, ότι επιβεβαιώνεται η ταυτότητά τους, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται οι οποίες θα έχουν ζωτικό αντίκτυπο στη ζωή τους δεν είναι τόσο απόμακρες ώστε να μην έχουν καμία δυνατότητα να τις επηρεάσουν;
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι κυβερνήσεις υπάρχουν για να υπηρετούν τα συμφέροντα των πολιτών, όχι το αντίστροφο. Γι’ αυτό τον λόγο, τόσο στον τόπο μας όσο και ανά τον κόσμο, έχουμε κάνει βήματα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, που μπορεί να προκαλέσει εσωτερική σήψη σε μια κοινωνία. Ενώ αυταρχικές κυβερνήσεις εργάζονται για να κλείσουν τον χώρο που χρειάζονται οι πολίτες για να οργανωθούν και να ακουστούν, έχουμε ξεκινήσει το έργο της ενδυνάμωσης της κοινωνίας των πολιτών ώστε να υπερασπιστεί τις δημοκρατικές αξίες και να προωθήσει λύσεις στα προβλήματα των κοινοτήτων μας. Κι ενώ πολλοί ανά τον κόσμο συχνά νιώθουν τον πειρασμό του κυνισμού και της μη συμμετοχής, επειδή πιστεύουν ότι οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, έχουμε δημιουργήσει δίκτυα για νέους ηγέτες και έχουμε επενδύσει σε νέους επιχειρηματίες, διότι πιστεύουμε ότι η ελπίδα και η ανανέωση στις κοινωνίες μας ξεκινούν από τις φωνές της νεολαίας.
Κλείνοντας, ο παγκοσμιοποιημένος μας κόσμος διανύει μια περίοδο βαθιών αλλαγών. Ναι, υπάρχει αβεβαιότητα και ανησυχία, και κανείς μας δεν γνωρίζει το μέλλον. Η Ιστορία δεν κινείται ευθύγραμμα. Τα πολιτικά δικαιώματα στην Αμερική δεν κινήθηκαν ευθύγραμμα. Η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν κινήθηκε ευθύγραμμα. Η εξέλιξη προς μια Ενωμένη Ευρώπη σίγουρα δεν κινήθηκε ευθύγραμμα. Και η πρόοδος δεν αποτελεί ποτέ εγγύηση. Η πρόοδος είναι κάτι που κάθε γενιά πρέπει να το κερδίσει. Αλλά πιστεύω ότι η Ιστορία μάς δίνει ελπίδα.
Είκοσι πέντε αιώνες αφού η Αθήνα έδειξε τον δρόμο, 250 χρόνια μετά το ξεκίνημα του μεγάλου ταξιδιού της Αμερικής, η πίστη μου και η πεποίθησή μου, η βεβαιότητά μου για τα δημοκρατικά μας ιδανικά και τις οικουμενικές μας αξίες παραμένουν αμείωτες. Πιστεύω πιο σθεναρά από ποτέ ότι ο δρ Κινγκ είχε δίκιο όταν είπε ότι “η καμπύλη του ηθικού σύμπαντος είναι μακριά, αλλά κλίνει προς τη δικαιοσύνη”. Αλλά δεν κλίνει προς τη δικαιοσύνη επειδή αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά επειδή εμείς την κάμπτουμε προς τη δικαιοσύνη – όχι επειδή δεν θα υπάρξουν εμπόδια στην επίτευξη της δικαιοσύνης, αλλά επειδή θα υπάρξουν άτομα, σε γενιά μετά από γενιά, που έχουν το όραμα και το θάρρος και τη θέληση να κάμψουν την καμπύλη των ζωών μας στην κατεύθυνση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, και σε κάθε μέρος που επισκέφθηκα τα τελευταία οκτώ χρόνια, έχω γνωρίσει πολίτες, ειδικά νέους, που έχουν επιλέξει την ελπίδα αντί του φόβου, που πιστεύουν ότι μπορούν να διαμορφώσουν το δικό τους πεπρωμένο, που αρνούνται να αποδεχθούν τον κόσμο όπως είναι και είναι αποφασισμένοι να τον κάνουν όπως θα έπρεπε να είναι. Με έχουν εμπνεύσει. Σε κάθε γωνιά του κόσμου, έχω γνωρίσει ανθρώπους που, στην καθημερινότητά τους, δείχνουν ότι, παρά τις φυλετικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές διαφορές μας, έχουμε την ικανότητα να βλέπουμε τους άλλους στον εαυτό μας. Οπως η γυναίκα εδώ στην Ελλάδα που είπε για τους πρόσφυγες που φθάνουν σε αυτές τις ακτές: “Ζούμε κάτω από τον ίδιο ήλιο. Ερωτευόμαστε κάτω από το ίδιο φεγγάρι. Είμαστε όλοι άνθρωποι – πρέπει να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους”. Γυναίκες σαν αυτήν μού δίνουν ελπίδα.
Σε όλες μας τις κοινότητες, σε όλες μας τις χώρες, εξακολουθώ να πιστεύω ότι υπάρχει περισσότερο από αυτό που οι Eλληνες αποκαλούν “φιλότιμο” – αγάπη και σεβασμός και καλοσύνη για την οικογένεια και την κοινότητα και την πατρίδα, και μια αίσθηση κοινής μοίρας, με υποχρεώσεις προς αλλήλους. Φιλότιμο -το βλέπω κάθε μέρα- και αυτό μου δίνει ελπίδα.
Γιατί, τελικά, εξαρτάται από εμάς. Δεν είναι δουλειά κάποιου άλλου, δεν είναι ευθύνη κάποιου άλλου, αλλά είναι οι πολίτες των χωρών μας και οι πολίτες του κόσμου που θα κάνουν την καμπύλη της Ιστορίας να γείρει προς τη δικαιοσύνη. Και αυτό είναι που μας επιτρέπει η δημοκρατία να κάνουμε. Γι’ αυτό η πιο σημαντική θέση σε μια χώρα δεν είναι αυτή του προέδρου ή του πρωθυπουργού. Ο πιο σημαντικός τίτλος είναι αυτός του πολίτη. Και σε όλα μας τα έθνη, θα είναι πάντα οι πολίτες αυτοί που θα αποφασίζουν τι είδους χώρες θα είμαστε, ποια ιδεώδη θα επιδιώκουμε και ποια αξίες θα μας καθορίζουν. Σε αυτό το σπουδαίο, ατελές αλλά αναγκαίο σύστημα διακυβέρνησης των πολιτών, η ισχύς και η πρόοδος θα προέρχονται πάντα από τον δήμο – από “εμάς, τον λαό”. Είμαι πεπεισμένος ότι όσο παραμένουμε πιστοί σε αυτό το σύστημα της διακυβέρνησης των πολιτών, το μέλλον μας θα είναι φωτεινό» (εφ/δα, η Καθημερινή, 16/11/16).
Λάρκος Λάρκου