Οι συνομιλίες και το κεκτημένο
Οι συνομιλίες για την επίλυση του κυπριακού ανάμεσα στον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον τ/κ ηγέτη Μ. Ακιντζί παρουσιάζουν ορισμένα νέα χαρακτηριστικά και ορισμένες χαρακτηριστικές δυσκολίες. Ειδικότερα:
1. Το ζήτημα της ασφάλειας, η αναγκαία αλλαγή το σύστημα εγγυήσεων του 1960. Δημόσιες αναφορές κάνουν λόγο για τη θέληση της νέας τ/κ ηγεσίας να μετακινηθεί στο θέμα αυτό, για πρώτη φορά από την εισβολή. Στις 24 Ιουλίου ο εκπρόσωπος του Μ. Ακιντζί Μ. Μπουρτσού δήλωσε στην «Cyprus Weekly» ότι «οι εγγυήσεις δεν είναι ταμπού. Πρέπει να τις αγγίξουμε, να τις συζητήσουμε, να διαπραγματευθούμε επ’ αυτών». Στις 3 Αυγούστου η Ε. Τσολάκ «ΥΠΕΞ» των τ/κ δήλωσε στη «Χουριέτ» σχετικά με τις εγγυήσεις ότι «συζητάμε κάτι ενδιάμεσο».
2. Στο περιουσιακό η συμφωνημένη από τους δύο ηγέτες κατευθυντήρια βάση είναι γνωστή από τις 5 Σεπτεμβρίου: «το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας είναι σεβαστό. Θα υπάρχουν διαφορετικές εναλλακτικές για την εξάσκηση αυτών των δικαιωμάτων. Εκτοπισμένοι ιδιοκτήτες, σημερινοί χρήστες, θα έχουν ποικίλες επιλογές σε ότι αφορά τις απαιτήσεις τους στις επηρεαζόμενες περιουσίες. Αυτές οι διαφορετικές επιλογές θα περιλαμβάνουν αποζημίωση, ανταλλαγή και αποκατάσταση. Η εξάσκηση οποιασδήποτε από αυτές τις επιλογές θα υπόκειται σε κριτήρια». Ασφαλώς τα κριτήρια (ίσως, πάνω από 24) θα θέσουν τις παραμέτρους μιας ενδεχόμενης συμφωνίας, καθώς πολλά ζητήματα συνδέονται με τα πραγματικά προβλήματα ή τις πρακτικές δυσκολίες επί του εδάφους. Ένα ακόμα θέμα κλειδί για το μέλλον των συνομιλιών.
3. Στο κεφάλαιο για το εδαφικό, μια ενδεχόμενη διαβούλευση για να «σπάσει» η διζωνικότητα με τη δημιουργία 3 ή 4 καντονίων μέσα στις δύο πολιτείες, φαίνεται να τυγχάνει σχετικής αξιολόγησης. Σε αυτή την περίπτωση θα αλλάξει η δομή της ομοσπονδιακής οργάνωσης με αυτόνομο καθεστώς σε ορισμένες περιοχές όπως η Καρπασία ή τα Κόκκινα και έτσι η συνάφεια, η επικοινωνία και η κοινότητα συμφερόντων ανάμεσα στις δύο κοινότητες θα διεξάγεται πάνω σε μια πιο σύγχρονη βάση.
4. Η ουσιαστική παρουσία στις διαπραγματεύσεις του εκπροσώπου της ΕΕ Βαν Νούφελ, προσωπικού απεσταλμένου του Προέδρου της Επιτροπής Γιούνκερ, επιτυγχάνεται για πρώτη φορά σε αυτή τη βάση, όχι μόνο γιατί δεν συμμετέχει ο Ερογλου αλλά και γιατί άλλοι τ/κ πολιτικοί δεν έβλεπαν πέρα από το συγκυριακό. Η θέση Ακιντζί την 1 Ιουλίου 2015 ότι «δεν θέλουμε τη συνέχιση του status quo. Είμασταν εκτός Διεθνούς Δικαίου για πολλά πολλά χρόνια. Θέλουμε η κοινότητά μας να είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» έχει ανοίξει την είσοδο Νούφελ στις πραγματικές συνομιλίες. Οι συστηματικές συναντήσεις του με τους διαπραγματευτές, Α. Μαυρογιάννη και Ο. Ναμί, οδηγεί την ΕΕ στον σκληρό πυρήνα του κυπριακού και το αίτημα να γίνει η παρουσία του πιο ορατή στην κοινή γνώμη αποκτά περιεχόμενο.
5. Οι συνομιλίες δεν αφορούν μόνο τις θετικές ειδήσεις. Διαθέτουν σε άλλα σημεία, δυσκολίες, διαφωνίες, την άλλη διάσταση των συνομιλιών ανάμεσα στις δύο ηγέτες αυτή την περίοδο. Η βασική διαφορά βρίσκεται πάνω στην έκταση και το βάθος της διζωνικότητας που επιδιώκει η κάθε πλευρά. Η τ/κ πλευρά επιδιώκει μια πιο «σφικτή», πιο συντηρητική ρύθμιση με οροφές, περιορισμούς που να διασφαλίζουν πλειοψηφία γης και πληθυσμού των τ/κ στην τ/κ πολιτεία και, ενώ η ε/κ πλευρά επιδιώκει μια πιο ανοικτή, πιο προοδευτική μορφή διζωνικότητας. Επί του θέματος αυτού αναμένονται εντατικές διαβουλεύσεις μέσα στον Νοέμβριο, και, εξ αυτού θα κριθεί ένα μεγάλο μέρος της δυνατότητας να ολοκληρωθεί ο κύκλος των συνομιλιών μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους ή αν θα χρειαστεί μια χρονική παράτασή που θα εκτείνεται στο πρώτο διάστημα του 2016.
6. Το ζήτημα που συνδέεται με την έκταση και το βάθος της διζωνικότητας που επιδιώκει η κάθε πλευρά, αφορά απολύτως την αξιοποίηση της ευρωπαϊκής πρακτικής για να βρίσκονται οι αναγκαίες φόρμουλες. Μια τέτοια πρακτική συνδέεται με μια ενδεχόμενη συμφωνία για προσωρινές εξαιρέσεις από το κεκτημένο, για μεταβατικές ρυθμίσεις που θα ολοκληρώνονται μέσα σε συμφωνημένο χρονoδιάγραμμα με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΕ και την προσωπική συμβολή Βαν Νούφελ. Αυτή η πρακτική μπορεί να γεφυρώσει διαφορές, να δώσει επαρκείς απαντήσεις στην εξελικτικότητα μιας συμφωνημένης φόρμουλας, να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός συμβιβασμού και να τις θέτει σε ανώτερο στάδιο σε επόμενο χρονικό σημείο. Αυτός ο τρόπος σταδιακά οικοδομεί περισσότερες συγκλίσεις, καθώς η πρακτική εφαρμογή θα γίνεται καταλύτης για νέες προσαρμογές, νέες ρυθμίσεις τις οποίες θα στηρίζει η ωριμότητα και η σοφία των πολιτών.