Οικονομική διακυβέρνηση και ευρωζώνη
Η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη μετά την ελληνική «απόπειρα» να φθάσει στα όρια της χρεοκοπίας. Το κοινό νόμισμα έθεσε τις προϋποθέσεις αλλά η ΕΕ χρειάζεται να προχωρήσει σε σημαντικά βήματα πέρα από το ευρώ. Σήμερα, η σοβαρή οικονομική κρίση που εκδηλώνεται σε μερικές χώρες της ευρωζώνης, βεβαιώνουν ότι η πλήρης πολιτική απάντηση στα προβλήματα απαιτεί «ευρώ, συν, οικονομική διακυβέρνηση». Σήμερα τίθεται το ουσιώδες ζήτημα και κατατίθενται ορισμένες εισηγήσεις. Γερμανία και Γαλλία προτείνουν να τιμωρούνται με πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις εκείνα τα μέλη της ΕΕ των οποίων το δημοσιονομικό έλλειμμα ξεπερνά το 3%, δηλαδή τιμωρία στις χώρες που καταστρατηγούν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Σε συνάντηση της Γαλλίδας Υπουργού Οικονομικών Κ. Λαγκάρντ με τον Γερμανό ομόλογό της Β. Σόιμπλε, έγινε σαφές ότι «στόχος είναι να ενισχυθούν η ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση και η σταθερότητα» (Βήμα, 21 Ιουλίου, 2010). Συζητήθηκε η πιθανότητα αναστολής δικαιώματος ψήφου στα κράτη-μέλη, τα οποία ξεπερνούν επανειλημμένα τις υποχρεώσεις τους. Οι δύο χώρες κοινοποίησαν τις εισηγήσεις τους προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χ. Βαν Ρόμπαϊ θέλοντας να δείξουν την αποφασιστικότητά τους προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο συμβολισμός που προηγήθηκε δεν είναι χωρίς σημασία. Ο γαλλογερμανικός άξονας που κινούσε την ΕΕ προς τα εμπρός, έχασε την προηγούμενη προωθητική του δύναμη. Οι δεσμοί χαλάρωσαν. Παρίσι και Βερολίνο κάτω από τη ηγεσία των Σαρκοζί–Μέρκελ δεν ηγούνται της ΕΕ, συχνά αφιερώνουν τις δυνάμεις τους στην εσωτερική πολιτική τους ατζέντα. Γι’ αυτό ο πρόεδρος Σαρκοζί, θέλοντας να δείξει κάτι, έδωσε θέση συμμετοχής στο γαλλικό Υπουργικό Συμβούλιο στον γερμανό Υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε, για πρώτη φορά στην ιστορία της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Είχε προηγηθεί, στις 31 Μαρτίου 2010, η συμμετοχή της Κ. Λαγκάρντ στο γερμανικό υπουργικό συμβούλιο.
Η Κ. Λαγκάρντ που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις οικονομικές υποθέσεις της ΕΕ, δήλωσε ότι «αυτό που μετρά περισσότερο είναι η δέσμευση των κρατών για σεβασμό των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θεωρούμε επιβεβλημένη την ενίσχυση της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής εποπτείας εκ μέρους της Ε.Ε., μέσω της επιβολής κυρώσεων. Μια εναλλακτική πολιτική, χωρίς νομικό περιορισμό, θα μπορούσε να πάρει τη μορφή πολιτικής συμφωνίας που θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης να αποκλείουν από ορισμένες ψηφοφορίες ένα κράτος που παραβίασε το όριο δημοσιονομικού ελλείμματος. Οι κυρώσεις χρηματοοικονομικού χαρακτήρα μπορεί να περιλάβουν την υποχρέωση ενός κράτους που καθυστερεί να μειώσει το έλλειμμα να καταβάλει ένα ποσό και να τίθενται περιορισμοί στην πρόσβασή του σε κάποιες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, ανάλογα με τη σοβαρότητα του παραπτώματος».
Γαλλία και Γερμανία προτείνουν επίσης επιτάχυνση των διαδικασιών για υπερβολικό έλλειμμα και κυρώσεις για χώρες που το υπερβαίνουν κατ’ επανάληψιν. Οι δύο χώρες εκφράζουν επίσης την ελπίδα να επεκταθεί η εποπτεία της Ε.Ε. στους τομείς της ανταγωνιστικότητας και του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην οικονομική σταθερότητα, ώστε να εντοπίζεται εγκαίρως κάθε «συστημικός κίνδυνος» που θα μπορούσε να προκαλέσει γενικότερη κρίση.
Ο Ν. Σαρκοζί πρότεινε την κατάρτιση κοινού καταλόγου, στον οποίο θα αποτυπώνεται το φορολογικό και δημοσιονομικό σύστημα Γαλλίας και Γερμανίας, ώστε να ληφθούν αποφάσεις προς την κατεύθυνση της «δημοσιονομικής σύγκλισης» των δύο χωρών, «στοιχείο ουσιαστικό για την οικονομική μας ενσωμάτωση και την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς στην Ευρώπη».
Οι δύο χώρες έστω και καθυστερημένα, έθεσαν επί τάπητος το ζήτημα της οικονομικής διακυβέρνησης μέσα στην ΕΕ. Οι τελευταίες εξελίξεις στα οικονομικά ζητήματα έκαναν το θέμα εξαιρετικά επιτακτικό.
Ο τέως πρωθυπουργός της Ελλάδας Κ. Σημίτης με μια μακρά εμπειρία στα ευρωπαϊκά πράγματα, ανέλυσε ως εξής το θέμα της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ:
«Το σημαντικότερο εμπόδιο για την ύπαρξη μιας κοινής οικονομικής διακυβέρνησης είναι η αρχή της διακυβερνητικής συνεργασίας. Αναγκάζει τα όργανα να περιμένουν μια αργόσυρτη διακρατική συνεννόηση που σκοντάφτει συχνά πυκνά στα συμφέροντα των κυριοτέρων κρατών μελών. Η Ένωση δεν μπόρεσε για παράδειγμα να αποκτήσει ενιαίες κατευθύνσεις σε θέματα φορολογίας, διότι η Μεγάλη Βρετανία έχει μόνιμη αντίρρηση…Οι εξελίξεις έθεσαν στην Ένωση επιτακτικά ένα πολιτικό δίλημμα. Θα αποδεχτεί την αναγκαιότητα μιας οικονομικής διακυβέρνησης ή θα αρκεστεί να είναι διεκπεραιωτής πολιτικών που προέκυψαν από πολύπλοκες διαδικασίες συνεννόησης και συμβιβασμών. Από την απάντησή της θα εξαρτηθεί αν θα αποκτήσει ή όχι τη δυνατότητα να παίξει παγκόσμια πρωταγωνιστικό ρόλο… Αυθεντική διακυβερνητική συνεργασία θα μπορεί να επιτελεσθεί μόνο αν δεν υποκύπτει στις μέχρι σήμερα μακρόσυρτες διαδικασίες διαβούλευσης και απόφασης. Διαφορετικά η Ένωση θα σύρεται από κρίση σε κρίση, θα σκοντάφτει σε εμπόδια και επιπλοκές που θα συνδέονται με την αδυναμία των κρατών-μελών να αντιδράσουν. Η οικονομική διακυβέρνηση μπορεί να επιδιωχθεί είτε στο πλαίσιο της ΟΝΕ είτε μέσω μιας «ενισχυμένης συνεργασίας» στην οποία θα συμμετέχουν όσοι το επιθυμούν. Η μορφή αυτή συνεργασίας προβλέπεται ήδη από τη Συνθήκη. Είναι ο προτεινόμενος τρόπος για όσα κράτη θέλουν και επιδιώκουν στους κόλπους της Ένωσης να συνεργαστούν για την επέκταση των πεδίων δράσης της χωρίς να απαιτείται η τροποποίηση της Συνθήκης. Πολλοί σχολιαστές των τελευταίων εξελίξεων στην Ένωση έχουν προτείνει αυτό το δρόμο. Κοινή τους διαπίστωση είναι ότι «έξοδος από την κρίση σημαίνει πορεία προς τα εμπρός» προς την οικονομική διακυβέρνηση και την πολιτική ενοποίηση. Αυτό το στόχο θα πρέπει να επιδιώξουμε με σοβαρότητα και επιμονή» (Μόναχο, 28 Απριλίου 2010)