Ομπάμα και εξωτερική πολιτική.
Στον απόηχο της επίσκεψης Ομπάμα στην Τουρκία είναι σημαντικό να δούμε με μια χρονική απόσταση την ουσία σημαντικών γεγονότων που επηρεάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας και της Κύπρου. Η επιλογή Ομπάμα επισκεφθεί την Τουρκία δείχνει τη σημασία που δίνουν οι ΗΠΑ σε έναν νέο σχεδιασμό της εξωτερικής τους πολιτικής στην περιοχή των επόμενων μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν (Μ. Ανατολή, Καύκασος, Ιράκ, Ιράν, Αφχανιστάν, σχέσεις της Ουάσιγκτον με το ισλάμ κλπ). Μπροστά σε αυτό το σκηνικό που δίνει μια ανανεωμένη σύμπτωση συμφερόντων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία, η Ελλάδα παραμένει ουσιαστικά θεατής των εξελίξεων, ένας παρατηρητής που διαμαρτύρεται από κεκτημένη ταχύτητα. Μια μεγάλη δύναμη προωθεί τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα και ταυτόχρονα ενδιαφέρεται για αυτούς που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, ή και γι’ αυτούς που παίρνουν πρωτοβουλίες και επηρεάζουν μερικώς εξελίξεις όπως επιχειρεί λ. χ. η Άγκυρα στη Μ. Ανατολή, το Ιράκ, και τον Καύκασο. Αυτή η ανάλυση οδήγησε πρώτα τον Χ. Κλίντον και μετά τον Μ. Ομπάμα στην Άγκυρα.
Η εξωτερική πολιτική της Αθήνας παραμένει χωρίς συνοχή, συνήθως αντιδρά επειδή δεν διαθέτει σχέδιο ούτε και το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό για να το εφαρμόσει. Εγκλωβισμένη στο «σκοπιανό» της αδιέξοδο, ομφαλοσκοπεί. Μια εσωστρεφής διπλωματία δεν μπορεί να επηρεάσει τις μεγάλες πολιτικές που διέρχονται από το δικό της διπλωματικό βεληνεκές όπως κυρίως η ευρωπαϊκή πολιτική στα Βαλκάνια, μερικώς η Μ. Ανατολή και η Παραευξείνια Συνεργασία. Ας θυμηθούμε ότι οι «Συναντήσεις της Βουλιαγμένης» ανάμεσα σε ισραηλινούς και παλαιστινίους κοινοβουλευτικούς, που καθιέρωσε ο Γ. Κρανιδιώτης έχουν εγκαταλειφθεί από την κυβέρνηση Καραμανλή. Στον παρόντα χρόνο δεν συνιστά άσκηση εξωτερικής πολιτικής από ένα σοβαρό κράτος η «αγωνία» να δει ο Πατριάρχης τον Ομπάμα , ούτε η «διεκδίκηση» από τον Αρχιεπίσκοπο να μην δει η Χ. Κλίντον τον Ταλάτ. Στο κυπριακό η λέξη «θεατής» είναι πειστική για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τους όρους διεξαγωγής των συνομιλιών Χριστόφια-Ταλάτ.
Σήμερα ορισμένοι κάθονται στο περιθώριο και «πυροβολούν» την πραγματικότητα, διαμαρτύρονται και σχολιάζουν. Αυτή είναι η «μοίρα» όσων δεν διαθέτουν επαρκή εξωτερική πολιτική, αλλά συνήθως παρατηρούν όταν άλλοι προωθούν σημαντικές πολιτικές με βάση τη σύμπτωση συμφερόντων. Η τυπική συνάντηση Καραμανλή-Ομπάμα βασισμένη στο «τυχαίο» και όχι στο σκόπιμο δείχνει πως οι εντυπώσεις για εσωτερική χρήση μετρούν πιο πολύ από το προγραμματισμένο ή το μακροπρόθεσμο. Η ελλαδική εξωτερική πολιτική αφυδατώνεται σταδιακά και αυτό το κενό αναπληρώνεται από άλλους. Το είπε πολύ έγκαιρα ο Κ. Τσάτσος: «τα λάθη των αντιπάλων κάνουν συχνά τους μέτριους, σπουδαίους».