Όταν ο Πινέϊρο συνάντησε τον Γκάλι!
Έτος 1992. Εξελίξεις, προτάσεις, ανατροπές!
Στο κυπριακό ο ΓΓ του ΟΗΕ Μ.Μ.Γκάλι υπέβαλε «δέσμη ιδεών» για την επίλυσή του. Οι έχοντες τις βασικές γνώσεις γύρω από τα σχέδια λύσης του κυπριακού μετά την εισβολή, συμφωνούν ότι ήταν το μακράν καλύτερο σχέδο λύσης! Ο πρόεδρος Βασιλείου με την ενεργητικότητα και την ευρυματικότητά του συνέβαλε αποφασιστικά στο συνολικό αποτέλεσμα. Λογιάριζε χωρίς τον ξενοδόχο; Έτσι δείχνουν τα γεγονότα. Ο Γ. Κληρίδης άλλαξε πολιτική και από υποστηρικτής της ρεαλιστικής γραμμής Βασιλείου, αίφνης θεώρησε τις προτάσεις Γκάλι ως «βάση για λύση» και όχι ως «βάση για διαπραγμάτευση»! Κάποιος διπλωμάτης στο ΥΠΕΞ διέρρευσε και ένα δήθεν σχετικό έγγραφο το οποίο διανεμήθηκε σε πολύ μεγάλο αριθμό αντιτύπων παγκυπρίως! Έτσι ο υποψήφιος Γ. Κληρίδης προσέγγισε το ΔΗΚΟ και την πολιτική Σ. Κυπριανού και δι’ αυτής νίκησε στις προεδρικές του 1993! Το σχέδιο Γκάλι έφυγε από το τραπέζι και οι συνομιλίες Κληρίδη-Ντενκτάς αφορούσαν για τα επόμενα δύο χρόνια Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης γύρω από το αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Στο σκοπιανό οι εξελίξεις τρέχουν το 1992. Οι διεθνείς μεσολαβητές έχουν πρόταση. Η ΕΕ και ο πορτογάλλος ΥΠΕΞ Πινέιρο μιλούν με σαφήνεια: συμβιβασμός στο όνομα του νέου κράτους («Νέα Μακεδονία»), συμφωνία πάνω σε ένα πακέτο μέτρων που θα υποστήριζαν τη συμφωνία στις παρεμφερείς πτυχές της-συνταγματικές ρυθμίσεις, κινήσεις για αμοιβαία επωφελείς πολιτικές καλής γειτονίας. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έβλεπε θετικά μια συμβιβαστική λύση, αλλά ο ίδιος, χωρίς στοιχειώδη διορατικότητα, διόρισε ένα Υπουργό Εξωτερικών, χωρίς παιδεία στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ικανό μόνο για το χειρότερο. Από το φόβο της διάσπασης και της ανατροπής της κυβέρνησής του ο πρωθυπουργός δεν έκανε το αναγκαίο βήμα, παρά το γεγονός ότι όλοι έβλεπαν τι σήμαινε το τραυματισμένο πρόσωπο του Γκλιγκόροφ! Ο, Α. Παπανδρέου, ως ηγέτης της αντιπολίτευσης, έκανε ότι μπορούσε για τον αποσυντονισμό της πολιτικής Μητσοτάκη στο σκοπιανό, ενήργησε μικροπολιτικά και ανέμενε την πτώση της κυβέρνησης μέσω του. Με στόχο να πάει ο «εφιάλτης» σπίτι του!
Πέρασαν 25 χρόνια από τότε. Το 1992, ωστόσο, παραμένει ενεργό. Οι συνέπειες της απρονοησίας και της δημαγωγίας παραμένουν ακέραιες. Το κυπριακό βυθίζεται στο τέλμα παρά το ότι μεσολάβησε η ένταξη της νήσου στην ΕΕ. Οι προσεγγίσεις που έφεραν την ανατροπή και το μακρόχρονο ταγκό με το «μαρμαρωμένο βασιλιά» δεν εξαφανίστηκαν. Αντίθετα μάλιστα: τα παιχνίδια εξουσίας στη μισή Κύπρο παραμένουν κυρίαρχα, κατεστημένα συμφέροντα παρεμποδίζουν εξελίξεις, η πίστη για τη μια και ενωμένη Κύπρο μειώνεται και το κυπριακό σταδιακά εξελίσσεται σε ένα εσωτερικό παιχνίδι διαχείρισης του blame game.
Το 1992 επανέρχεται στην ελληνική επικαιρότητα ξανά, με τον Μ. Νίμιτς να υπαινίσσεται ότι θα προτείνει την ίδια λύση με αυτή που περιείχε το πακέτο Πινέιρο. Ποιος θα μιλήσει για το χαμένο πολιτικό κόστος από μια μάχη οπισθοφυλακών για μια ολόκληρη 25ετία; Ποιος θα αποτιμήσει το χαμένο κύρος μιας χώρας γύρω από μια διπλωματική μάχη που ουδείς κατενόησε και ουδείς υποστήριξε στο διεθνή χώρο;
Το 1992 παραμένει μια πολύ σημαντική χρονιά. Οι δημαγωγοί επέβαλαν τη δική τους ατζέντα. Με τη στρεβλή διαχείριση συμβόλων και εννοιών, με την πατριδοκαπηλεία και την επιθετική ρητορεία, η πολιτική της αδιαφορίας για επωφελείς συμβιβασμούς επιβλήθηκε.
Η παράταξη που αντιλαμβάνεται τα πλεονεκτήματα από μια ορθολογική εξέλιξη ήταν και παραμένει εσωστρεφής, ενώ στερείται μιας μαζικής πολιτικής και επικοινωνιακής αντίληψης στα πράγματα. Στο σκοπιανό ο χρόνος γυρίζει και προσφέρει μια ευκαιρία για το 2018. Η πολιτική τάξη στην Ελλάδα δεν έκανε απολύτως τίποτα γι’ αυτό. Όλα όμως μπορεί να αλλάξουν γιατί οι πλειοψηφίες για την πρόοδο οικοδομούνται με πειθώ και επιχειρήματα. Έτσι η σοσιαλδημοκρατική παράταξη στα Σκόπια κέρδισε την πλειοψηφία και ο πρωθυπουργός Ζάεφ , σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, δίνει ένα θετικό σήμα για σοβαρές συνομιλίες.
Στο κυπριακό έγινε συνήθεια να οχυρωνόμαστε πίσω από την «κοινή γνώμη», ή κάποια παραπλανητική δημοσκόπηση, με σκοπό να αποφύγουμε να αναλάβουμε ευθύνες και κατά συνέπεια να μην προωθήσουμε επωφελείς για όλους συμβιβαστικές αποφάσεις. Οι δυνάμεις του status quo, αν και μειοψηφικές, είναι σε θέση να επιβάλλουν τη δική τους ατζέντα γιατί μιλούν με επιθετικά συνθήματα και χρησιμοποιούν βαρύτατους χαρακτηρισμούς για την άλλη άποψη. Η πλειοψηφία δείχνει σημεία παραίτησης. Από το φόβο του δήθεν πολιτικού κόστους η παράταξη που ενδιαφέρεται για την αλλαγή εμφανίζει σημάδια κόπωσης και ζητά διαρκώς «παράταση» σε μια αδυσώπητη μάχη με το χρόνο, όπως αυτήν που σφράγισε η ιστορική οπισθοδρόμηση του 1992.
Λάρκος Λάρκου