Παγκόσμια και Κυπριακά.
Η συζήτηση γύρω από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και γενικότερα ο διάλογος για τις σχέσεις Κύπρου-ΕΕ, θέτει, έστω και εκτός κειμένων, τα μείζονα της παγκόσμιας ατζέντας. Η συγκατοίκηση στο σπίτι της ΕΕ δεν είναι απλώς μια διαδρομή κειμένων. Είναι προϊόν της οικονομικής πρόοδου, της ανάπτυξης με άλλα μέσα που η τεχνολογία επιτάσσει. Η παγκοσμιοποίηση, τα ανοικτά σύνορα, η πλανητική συνεργασία όπως η GATT, η δυνατότητα του κεφαλαίου να αναπτύσσεται χωρίς την προστασία του εθνικού κράτους και να επιλέγει άλλες χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας δημιουργούν ένα νέο, πιο πολύπλοκο περιβάλλον για τις εθνικές οικονομίες. Η επιλογή ακόμα και των χωρών με ισχυρές οικονομίες με παγκόσμια επιρροή όπως η Γερμανία, η Γαλλία να στηρίζουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα δείχνει ότι για να αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία χρειάζεται συνένωση δυνάμεων και συνεργασία σε πολυεθνικό επίπεδο. Συνεπώς η οικονομική βάση των αλλαγών που επιδιώκει η ΕΕ είναι και ένας τρόπος για να αντιμετωπισθεί η παγκόσμιος ανταγωνισμός που προκαλούν οι φθηνότερες, αναδυόμενες αγορές όπως η κινέζικη, η ινδική και εκείνη των χωρών της Άπω Ασίας.
Αυτά αφορούν πλήρως την Κύπρο και την αναπτυξιακή της πολιτική. Μπορεί αυτά τα ζητήματα να μην προβάλλονται επαρκώς στα κυπριακά ΜΜΕ, ωστόσο, οι πιο προωθημένοι παράγοντες της κυπριακής οικονομίας είναι σε θέση να γνωρίζουν όλα τα στοιχεία. Μια σειρά από επιχειρήσεις έχουν εγκαταλείψει το κυπριακό έδαφος και αναπτύσσονται σε βαλκανικές ή και γειτονικές μας χώρες. Το εργοστάσιο των παπουτσιών Clarks από την Έγκωμη εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία και τώρα είναι στο Βιετνάμ όπως πολλές ελληνικές πήγαν στους βαλκάνιους γείτονες και γερμανικές επιχειρήσεις έχουν μεταφερθεί στην Πολωνία.
Η ευρωπαϊκή οικονομία-μαζί και η κυπριακή- αλλάζουν χαρακτηριστικά αναζητώντας χαμηλότερο κόστος παραγωγής διαφορετικά θα εκτοπισθούν από τις «τίγρεις» της Ασίας. Αυτά τα προβλήματα που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση συνδέονται πλήρως με την ολοένα και πιο συστηματική συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ. Ο δρόμος αυτός επιτρέπει στην κυπριακή οικονομία και στους κύπριους εργαζόμενους να αντιμετωπίζουν τις παγκόσμιες μεταβολές από καλύτερη βάση. Είναι άλλο μέγεθος η διαπραγμάτευση του Επιτρόπου Π. Μάντελσον γύρω από την εισβολή κινέζικων προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά και άλλο να προσπαθεί ο κύπριος υπουργός εμπορίου μόνος του.
Αυτές οι μεταβολές επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις, γεγονός που προκαλεί φόβους και ανασφάλειες στους εργαζομένους, δημιουργεί πρόσθετα ερωτηματικά σε πολλούς μικρομεσαίους για το κατά πόσο η ΕΕ είναι σε θέση να δώσει τις πιο κατάλληλες λύσεις. Αυτά τα προβλήματα δεν έχουν απλές και εύκολες και απαντήσεις. Ούτε είναι βέβαιο ότι η ΕΕ έδωσε έως τώρα τις πιο σωστές απαντήσεις. Είναι όμως βέβαιο ότι μόνο μέσα από την κοινοτική πρακτική μπορούν να απαντηθούν πλανητικού χαρακτήρα προβλήματα και η ΕΕ αποτελεί το μόνο εργαλείο που προσφέρεται στο παγκόσμιο σύστημα για να δώσει καλύτερες απαντήσεις απέναντι στις προκλήσεις που η παγκόσμια οικονομία δημιουργεί. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί αποκλειστική σε εθνική βάση. Χρειάζονται διεθνοποιημένες απαντήσεις και αυτό αποτελεί το πιο ισχυρό εργαλείο στα χέρια των εργαζομένων.