Παρέμβαση στην παρουσίαση του βιβλίου του Παύλου Μ. Παύλου με τίτλο: “Κράτος, Ιδεολογία, πολιτική και Εκπαίδευση στην Κύπρο, 1955-1974”
Το βιβλίο του Παύλου Μ. Παύλου «Κράτος, Ιδεολογία, Πολιτική και Εκπαίδευση στην Κύπρο, 1959-1974», αποτελεί μια πολύ σοβαρή προσπάθεια για να αναλυθούν πολιτικές που σφράγισαν την εξέλιξη της εκπαίδευσης στην Κύπρο στη συγκεκριμένη περίοδο. Το βιβλίο ερμηνεύει με εξαιρετική λεπτομέρεια, αναδεικνύοντας μια περίοδο, με τις αντιφάσεις της, με την πρόοδο και την οπισθοδρόμησή της, με τα βήματα μπροστά αλλά και τα ουσιώδη κενά στη στρατηγική της.
Χωρίς αμφιβολία αυτή η προσπάθεια αποτελεί μια βαθειά ενδοσκόπηση για τις αιτίες που μας άφησαν μισούς, ένα χρήσιμο εργαλείο για να δούμε και σήμερα πτυχές του εκπαιδευτικού μας ζητήματος.
Το βιβλίο έρχεται σε συνέχεια μιας ευρύτερης προσπάθειας που εξελίσσεται το τελευταίο διάστημα για να δούμε γεγονότα με ένα πιο κριτικό, προοδευτικό μάτι. Ενδεικτικά αναφέρω το βιβλίο του Β. Πρωτοπαπά «Εκλογική Ιστορία της Κύπρου, πολιτευτές, κόμματα, και εκλογές στην Αγγλοκρατία, 1878- 1960», 2012, εκδόσεις Θεμέλιο, αλλά και το βιβλίο του Σ. Κτωρή «Τουρκοκύπριοι, από το Περιθώριο στο Συνεταιρισμό, 1923-1960», 2013. Τώρα η τριλογία ολοκληρώνεται με το βιβλίο του Π. Παύλου. Ασφαλώς μέσα σε αυτή την οπτική εντάσσεται συνολικά το συγγραφικό έργο του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ. Οι εκδόσεις «Παπαζήσης» σταθερά πρωταγωνιστούν.
Επιτρέψτε μου να καταθέσω ορισμένες σκέψεις βασισμένες στο βιβλίο του Π. Παύλου.
Κυρίαρχο ρεύμα στην επισκοπούμενη περίοδο ο εμπειρισμός, η αδυναμία πρόσληψης της μεγάλης εικόνας, η εσωστρέφεια, η αδυναμία συνεννόησης με το εξωτερικό περιβάλλον, η δογματική σκέψη.
Η ταύτιση της ελληνικής παιδείας στη νήσο με την τυπολατρία, την ομοιομορφία, το συντηρητισμό κάθε απόχρωσης, επέτρεψε να γίνει εργαλείο που να υπηρετεί πολιτικές επινοήσεις.
Η τυποποιημένη ελληνικότητα, εμπόδισε την ανάπτυξη της νεωτερικότητας, αυτού που αποτελεί το κατ’ εξοχήν ελληνικό παράδειγμα επιβίωσης και ανάπτυξης- από την αρχαιότητα έως την πρόσφατη ακμή της κυπριακής παροικίας στην Αλεξάνδρεια.
Το έργο του Π. Παύλου είναι μια εξαίρετη άσκηση με τα πολλά πρόσωπα της εξέλιξής μας. Ακόμα και σήμερα το θεσμικό πλαίσιο επιβραβεύει την τυποιημένη σκέψη, εμποδίζει την πρωτοτυπία, δυσκολεύει την αμφισβήτηση. Αυτό τεκμηριώνεται πλήρως στο βιβλίο: τη μάχη κέρδισαν οι δυνάμεις της τυποποιημένης ελληνικότητας. Εκπαίδευση χωρίς κριτικό βάθος, κυρίαρχες εικόνες ταυτισμένες με τη στροφή στο παρελθόν, την άγονη αρχαιολατρεία, για να κρύψουμε έτσι την αδυναμία μας να ερμηνεύσουμε την (κάθε) φορά μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και να επιλύσουμε έτσι σημερινές προκλήσεις.
Πνευματικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αγωνιστούν γι’ αυτό το σκοπό, ενσωματώθηκαν στη μαγεία της προαγωγής και του φαντασιακού μόχθου για την επόμενη κλίμακα, απολαμβάνοντας τις προσόδους ενός επιθετικού συντεχνιασμού, αδιαφορώτας για την ευρύτερη προσπάθεια.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Π. Παύλου κρίνω ότι η συνολική του αφήγηση δικαιώνει τη ρήση του Α. Γκράμσι: «προοδεύαμε με επινοήσεις, όχι με συλλογισμούς».
Κάθε προσεκτικός αναγνώστης του βιβλίου, μπορεί εύκολα να φτάσει στο κεντρικό του συμπέρασμα.
Στη δική μου κρίση το «μέγιστον μάθημα» έγκειται στο εξής:
Η προσαρμογή στο (κάθε φορά) νέο περιβάλλον αποτελεί την προϋπόθεση για κάθε επιτυχημένη στρατηγική. Η προσαρμογή δεν επιτυγχάνεται με την ατέρμονη επανάληψη γνώσεων που έχουν ξεπεραστεί, αλλά με αποφασιστική αντιμετώπιση των προκλήσεων του σημερινού περιβάλλοντος.
Η παιδεία των ανοικτών οριζόντων και της κριτικής σκέψης είναι εκείνη που θα βοηθήσει την Κύπρο να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων και να ξεπεράσει αγκυλώσεις δεκαετιών. Η ρεαλιστική ανάγνωση ενός πλαισίου μεταρρυθμίσεων απαιτεί ανατροπή των ψευδαισθήσεων, προγραμματισμό για να οργανώσουμε την κοινωνία και την παιδεία μας πάνω σε ένα διαφορετικό πλαίσιο εξέλιξης.
Η αποτυχία ως συστατικό στοιχείο της εξέλιξής μας (μη λύση στο κυπριακό, κατάρρευση της οικονομίας, συντηρητικό εκπαιδευτικό μοντέλο, απογοητευτική η σύγκριση με άλλα εκπαιδευτικά συστήματα) συνέβαλε στην ανάπτυξη της κουλτούρας της «αθωότητας» στην ε/κ παιδευτική διαδικασία.
Δεν πετύχαμε, γιατί φταίνε κάθε φορά κάποιοι άλλοι. Δεν πετύχαμε γιατί μας ψεκάζουν. Η εξαγωγή κάθε ευθύνης αποτελεί το βασικό μοτίβο της ιστορίας της Κύπρου όπως παρουσιάζεται στα σχολικά εγχειρίδια.
Αυτό αποτέλεσε ένα βολικό πρόσχημα που απάλλασσε τις εκλεγμένες κυβερνήσεις από την ευθύνη της πρόβλεψης, της άσκησης πολιτικής και της καθοδήγησης των πραγμάτων.
Επιλογικά: το βιβλίο του Π. Παύλου αποτελεί μια ευκαιρία για αναστοχασμό, αφορμή για να δούμε το μέλλον της Κύπρου με διαφορετικά μάτια. Με ερευνητικό μάτι, με πάθος και αφοσίωση, ο συγγραφέας καταγράφει μια ιδιαίτερα σκληρή περίοδο, αφήνοντας ταυτόχρονα και τη δική του διακριτική παρέμβαση στα δρώμενα. Αναδεικνύει, σχολιάζει, βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει και έτσι να αποκτήσει ένα στέρεο εργαλείο για να δει σημερινές εξελίξεις με έναν πιο διεισδυτικό τρόπο.
Το δίλημμα που αναδεικνύει το βιβλίο είναι: ορθολογική σκέψη ή φαντασιώσεις; Εφικτές επιδιώξεις ή ακόμα μια φορά ραντεβού με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά; Από αυτή την άποψη το βιβλίο είναι κατ’ εξοχήν επίκαιρο, πραγματικά σημερινό, θέτει το ρεαλιστικό δίλημμα για το 2016.
Η αλλαγή αφορά ένα σχέδιο για το μέλλον, με τη στρατηγική της επίλυσης του κυπριακού να αποτελεί τη λυδία λίθο για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας. Μόνο έτσι θα πάμε από το καθεστώς του ιδιόμορφου εταίρου στην πλήρη συμμετοχή στην ΕΕ. Μόνο έτσι θα πάμε από την καθήλωση στο παρελθόν στην ενεργητική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, στην ανάπτυξη, στην ασφάλεια, συνεπώς και στην παιδεία με ανοικτούς ορίζοντες.
Κλείνω με μια σκέψη που διατύπωσε το 1998, ένας καλός φίλος του Π. Παύλου, ο Γ. Κρανιδιώτης: «η στρατηγική της επιλογή της ένταξης του νησιού στην ΕΕ, θα αναδειχθεί καθοριστική για την προώθηση λύσης. Οι θεσμοί, η οικονομία, το κοινωνικό πλαίσιο, η παιδεία, ο πολιτισμός, θα προσαρμοστούν στο νέο πλαίσιο. Μια συνεχής μεταρρύθμιση θα δημιουργήσει νέα πρότυπα».