Προεδρικές και προγράμματα.
Το σλόγκαν από το εκλογικό επιτελείο Παπαδόπουλου είναι γνωστό: «το είπαμε, το κάναμε». Σε απάντησή του, το επιτελείο Κασουλίδη μέτρησε 153 σημεία του προγράμματος Παπαδόπουλου τα οποία (από το 2003) δεν εφαρμόστηκαν.
Η σύγκρουση αυτή δίνει μια καλή αφορμή για να δούμε ξανά το πώς λειτουργεί το πολιτικό μας σύστημα. Στα εκλογικά προγράμματα κυριαρχεί η παράθεση υποσχέσεων, ένα είδος «συλλογής αιτημάτων» που ο υποψήφιος πρόεδρος θέλει να κάνει εάν κερδίσει τις εκλογές (λ.χ. τρίτεκνες ή μονογονεϊκές οικογένειες, στεγαστικά, ηλικιωμένοι, πρόσφυγες κλπ). Επίσης γίνεται συζήτηση ή και αντιπαράθεση για το ποιος υποψήφιος θα παρουσιάσει πιο καλά «πακέτα παροχών» για τις πιο αδύναμες, τις ονομαζόμενες και «ευπαθείς» ομάδες του πληθυσμού.
Είναι εντυπωσιακό το ότι απουσιάζει η συζήτηση για το ποια είναι η αναπτυξιακή πρόταση μέσα σε συνθήκες λειτουργίας της κυπριακής οικονομίας μέσα στην ΕΕ και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Είναι πολύ σημαντικό για μια σύγχρονη πολιτική η παρουσίαση προγράμματος για την ανάπτυξη, τις μορφές και τους στόχους της, το πώς θα επιτευχθεί η παραγωγή περισσότερου εθνικού προϊόντος, η ανταγωνιστικότητα, το κράτος και ο ρόλος του, οι ημικρατικοι οργανισμοί, η κοινωνική δικαιοσύνη, η πρόταση για το πως επιτυγχάνεται η δικαιότερη κατανομή του εθνικού πλούτου, ο ρόλος της παιδείας, οι νέες τεχνολογίες κ.ά.
Στον εκλογικό αγώνα διαγράφεται κυρίως μια προοπτική, μια κατεύθυνση για το πώς ένας υποψήφιος θέλει να εξελιχθεί η κοινωνία μας, θέτει το βασικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα προχωρήσει. Ο εκλογικός αγώνας οφείλει να δουλεύει και ως μια σύγκρουση πολιτικών για την ανάπτυξη, το κοινωνικό κράτος, τις μεταρρυθμίσεις στο κράτος, τη μείωση του πελατειακού συστήματος.
Ασφαλώς ο εκλογικός αγώνας συνδέεται με όσα έχουν προηγηθεί, εάν λ.χ. ορισμένα κόμματα δούλεψαν στον προηγούμενο χρόνο για να παρουσιάσουν μια προοδευτική ατζέντα στους κοινωνικούς εταίρους, εάν οι εργαζόμενοι στηρίζουν τις αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν. Αυτό είναι βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία ενός κόμματος που έχει στόχους, που κερδίζει την κοινή γνώμη προωθώντας ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που έχει μαζί του τους εργαζόμενους ως εταίρους στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή.
Ο εκλογικός αγώνας που απλά παραθέτει αποσπασματικές προτάσεις, ή ορισμένες εισηγήσεις που απλώς αρέσουν, είναι μια συντηρητική πρακτική γιατί συγκαλύπτει αντιθέσεις, προβλήματα, προσαρμογές, προοπτικές. Είναι στην πράξη μια πολιτική δημαγωγία γιατί έτσι δεν καθοδηγεί, δεν εκπαιδεύει, δεν συμβάλλει στη δημιουργία πολιτών με κριτικές γνώσεις. Αν απλώς ακολουθεί το κοινό αίσθημα, αν απλώς παρουσιάζει ότι αρέσει, αν σιωπά μπροστά στα δύσκολα τότε θα συναντούμε την εκδοχή του 2008 «τόσα κάναμε, τόσα ξεχάσαμε». Έτσι θα κυριαρχεί η αναντιστοιχία λόγων και έργων, ο πολίτης θα συνεχίσει να πιστεύει ότι οι πολιτικοί δεν κατάφεραν τα όσα προσδοκούσε, γι’ αυτό και στη συνέχεια απογοητευμένος τους χαρακτηρίζει ασυνεπείς και αναξιόπιστους.
Το ευρωπαϊκό πλαίσιο «ορίζει» τόσο την έκταση όσο και την ποιότητα των αλλαγών που χρειάζεται η κοινωνία μας. Η άρνηση ή η δυσκολία στην ανάγνωση αυτού του μηνύματος εγκυμονεί μακροπρόθεσμα σοβαρούς κινδύνους για το κυπριακό μοντέλο ανάπτυξης όπως το είδαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Στην ουσία δεν υπάρχει δίλημμα. Αυτό που ενδιαφέρει, αυτό που καθορίζει τις εξελίξεις είναι το πώς απαντάμε στις προκλήσεις, ποιο είναι το σχέδιο για τη μεταρρύθμιση και ποιος είναι ο ρυθμός των αλλαγών.