Πρόσωπα και πολιτικές.
Ο διορισμός των νέων ΔΣ των Ημικρατικών Οργανισμών στις 31 Ιουλίου κατέδειξε πόσο δυνατές είναι οι παραδόσεις στον τόπο μας. Κάτω από τις ηχηρές διακηρύξεις, συνεχίζεται η συνήθης πρακτική του διαμοιρασμού τίτλων, χωρίς πολιτικό σκεπτικό, χωρίς πολιτικές κατευθύνσεις και στόχους. Αν όλοι χωρούν σε κάποιο οργανισμό, τότε δεν είναι κατανοητό ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην μια ή την άλλη πολιτική πρόταση.
Όλα θα μπορούσαν να είχαν πάρει μια διαφορετική τροπή: εδώ και 2-3 μήνες να είχαν τεθεί τα κριτήρια (όροι, πόσες θητείες, προσόντα κλπ) και να αναπτυχθεί διάλογος της κυβέρνησης με τα κόμματα και άλλους ενδιαφερομένους φορείς με στόχο να αναδειχθούν τα προβλήματα, να τεθούν προτεραιότητες, να διατυπωθούν στόχοι για τους βασικούς ημικρατικούς οργανισμούς (πού βρίσκονται σήμερα και πού πρέπει να πάνε την προσεχή πενταετία). Τον συντονισμό γι’ αυτή τη δουλειά φυσικά να έχει ο από το νόμο Υπουργός που προίσταται κάθε οργανισμού.
Από το διάλογο και τη διαβούλευση προκύπτει η κατεύθυνση και οι γενικοί στόχοι με τη διατύπωση μιας σύντομης, γενικής άποψης για τους διάφορους οργανισμούς. Αυτά τα στοιχεία οδηγούν σε ονόματα γιατί τα πρόσωπα επιλέγονται για να εφαρμόσουν κάποια πολιτική πρόταση για τους ημικρατικούς οργανισμούς. Δεν επιλέγεις άτομα με τελείως αντιφατικές επιδιώξεις.
Στο στρατηγικό επίπεδο χρειάζονται θεσμικές αλλαγές που θα δημιουργούν ένα νέο τοπίο στην επιλογή της ηγεσίας των οργανισμών: οι πρόεδροι σε μεγάλους οργανισμούς να επιλέγονται με πιο απαιτητικές διαδικασίες. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που έχει την ευθύνη του διορισμού, λ.χ. να ορίζει πρόσωπα με κύρος και γνώση, και, κατά το δυνατό, ευρύτερης αποδοχής ή να προτείνει πρόσωπα που να επιλέγονται με αυξημένη πλειοψηφία από τις αντίστοιχες επιτροπές της βουλής.
Χρειάζεται διάλογος με στόχο την αλλαγή πολιτικής πρακτικής. Η αντίληψη ότι σήμερα τα «κατάφερα», ας πάμε παρακάτω, δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Δείχνει αδυναμία διαμόρφωσης σύγχρονης πολιτικής στην αντιμετώπισης πολύπλοκων προβλημάτων. Ο εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός και οι πολιτικές που εφαρμόζει η ΕΕ, καθιστούν ολοένα και πιο επιτακτική την ανάγκη για αντιμετώπισή τους με αλλαγή πολιτικής.