Ρητορεία και πελατεία.
Σε μια χώρα που η κατανάλωση ρητορείας είναι σχεδόν κανόνας, ας θέσουμε το μη ρητορικό ερώτημα: πώς εξηγείται το ότι οι πολιτικές δυνάμεις του «ασυμβίβαστου» αγώνα, είναι οι συνήθεις πρωταγωνιστές στον αγώνα των εξυπηρετήσεων, της ταύτισης κόμματος-κράτους και του ρουσφετιού; Συνδέονται οι δύο αυτές τάσεις ή απλώς έτυχε να είναι έτσι; Κατά την άποψή μου συνδέονται απολύτως: αυτές οι δυνάμεις ταυτίζουν την έννοια του πατριωτισμού με τις πιο αντιδραστικές πολιτικές πρακτικές, σε μια εμφανή προσπάθειά τους να κρύψουν την πολιτική τους ένδεια. Στη σύγχρονη εποχή τα πολιτικά ρεύματα είναι γνωστά. Στην Κύπρο τα ρεύματα διευρύνονται μέσα από την ανοικτή εκκρεμότητα του κυπριακού. Έτσι έχουμε μια ορισμένη πρακτική στη λειτουργία ορισμένων «επιπρόσθετων» κομμάτων: προσωποπαγή σχήματα, συχνά εναντίον κάθε συμβιβασμού στο κυπριακό, απευθύνονται σε έναν κοινό με τις πιο ηρωϊκές λέξεις την ίδια στιγμή που ασχολούνται με ιδιαίτερο πάθος στην άσκηση του πελατειακού κράτους ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο επικεφαλής του. Οι πολιτικοί του ’60 άντλησαν δύναμη και κομματικό υλικό από τη συμμετοχή τους σε μια ιδιόμορφη «συμπολίτευση», όπου οι βασικοί παίκτες είχαν το μερίδιό τους σε κάποιο λάφυρο, είτε είταν στη «συμπολίτευση», είτε στην «αντιπολίτευση». Την ίδια στιγμή λ.χ. που εκφωνούσαν δημόσια πύρινους λόγους κατά του προέδρου Γ. Κληρίδη ή του Γ. Βασιλείου, την ίδια στιγμή είχαν τη δυνατότητα να κάνουν σε προσωπική βάση ένα ρουσφέτι, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και συνήθως εν αγνοία της κομματικής τους βάσης- η τελευταία πίστευε με ανιδιοτέλεια στην «αντιπολιτευτική γραμμή». Αυτή η ιδιόμορφη κομματική ανάπτυξη, είχε τις μεγάλες και μικρές ρωγμές της: κόμματα που είδαν το φως της δημοσιότητας και εν τέλει έσβησαν από τον χάρτη και άλλα κόμματα που δούλεψαν πιο πειστικά και επιβίωσαν. Αυτή η ιδιόμορφη ανάπτυξη δεν έδινε βάρος στην ιδεολογία (δεξιά, αριστερα, κεντροαριστερα), αλλά στην κατάκτηση του κράτους και στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που αυτή δημιουργούσε- προσλήψεις, μεταθέσεις, προαγωγές σε όλα τα επίπεδα της κρατικής μηχανής και του ημικρατικού τομέα. Έτσι δούλεψαν και στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αξιοποίησαν την παραδοσιακή ρητορεία γύρω από τα εθνικά θέματα και συσπείρωσαν δυνάμεις αντίστασης και διαφωνίας, όχι δυνάμεις της θετικής πρότασης και των εφικτών εισηγήσεων. Όσο αυτές οι δυνάμεις έλεγχαν την προεδρία του κράτους μπορούσαν να διαμορφώσουν εξελίξεις από πιο πλεονεκτικές θέσεις. Σήμερα, μετά την προεδρική αλλαγή στις 24 Φεβουρουαρίου, δυσκολεύονται να βρουν το βηματισμό τους καθώς ορισμένες εξελίξεις (όπως λ.χ. το άνοιγμα της Λήδρας, λειτουργία Επιτροπών/Ομάδων Εργασίας), αποσυντονίζουν το βασικό τους ρυθμό και αποδυναμώνουν περαιτέρω την διαχείρηση της στρατηγικής της άρνησης.