Σαράντα χρόνια στα δύο
Συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η Τουρκία αξιοποίησε το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου και το γενικότερο διεθνές κλίμα για να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης στο νησί, θέτοντας τις ισορροπίες που δημιούργησε η Ζυρίχη πάνω σε νέα βάση. Το κατεστημένο στην Τουρκία σε πλήρη συμμαχία με τον Ρ. Ντενκτάς έπαιζε με το χρόνο και τα τετελεσμένα, παρά την υπογραφή δύο Συμφωνιών Κορυφής (1977,1979) που προέβλεπαν ομοσπονδιακή λύση στηριγμένη στην αρχή του «μαζί και μόνοι». Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου οι συσχετισμοί δύναμης στην Τουρκία και η ηγεσία Ντενκτάς, δεν επέτρεπαν αποτελεσματικές προσπάθειες. Η λογική Ντενκτάς ήταν να αφήσει το χρόνο να αναπτύξει τη δική του μορφή λύσης -την παγίωση των τετελεσμένων. Σε αυτή την περίοδο, κυρίως, ο Γ. Βασιλείου έκανε σημαντικό έργο -διέθεσε ως κεκτημένο λύσης για όλη την Κύπρο τις Ιδέες και τον Χάρτη Γκάλι, ενώ ταυτόχρονα κέρδισε διεθνή αξιοπιστία για την συνεπή προσπάθειά του για «λύση-χθες». Ο Ρ. Ντενκτάς ήταν ένα θέμα για αρνητικά σχόλια στο περιβάλλον Τ. Οζάλ, ενώ αν ο θάνατός του συνδέεται με το κυπριακό και την μάχη για την αυτονόμησή του από το βαθύ κράτος, μένει να ερευνηθεί. Σε αυτή την περίοδο το κεκτημένο συμπάθειας για τους ε/κ υπήρξε υψηλού επιπέδου και αυτό οφειλόταν τόσο ως αποτέλεσμα των συνεπειών από την στρατιωτική εισβολή όσο και από την αδιαλλαξία Ντενκτάς.
Η περίοδος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ανέπτυξε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η πολιτική εξέλιξη του κυπριακού συνδέθηκε με την «εποχή ΕΕ», γεγονός που άλλαξε θεμελιωδώς τις δυνητικές παραμέτρους της διαδρομής του. Με μια σημαντική «υποσημείωση»: η στρατηγική «Κύπρος-ΕΕ», η αναζήτηση λύσης σε νέο γήπεδο με αξιοποίηση της πολιτικής των διασυνδέσεων που θεμελίωσε ο Γ. Κρανιδιώτης, προέκυψε από πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, (Α. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης ) και δεν κατακτήθηκε ως τέτοια από το κομματικό σύστημα στη Λευκωσία. Σχεδόν όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί στη νήσο ήταν «υπέρ της ΕΕ», αλλά από αυτό μόνο αυτό δεν μπορούσε να κερδίσει το «Μουντιάλ» της Κύπρου. Έτσι ούτε η διπλή μπρος-πίσω υπογραφή της 6 Μαρτίου 1995, ούτε η μάχη μπροστά στο Ελσίνκι το 1999, δίδαξε κάτι στην πολιτική τάξη στη Λευκωσία, όπως λ.χ. το να ερευνήσει το πώς λειτουργεί το σύστημα ΕΕ, και έτσι να εργαστεί για να προωθήσει τα συμφέροντα της νήσου αξιοποιώντας την κοινοτική μέθοδο.
Έτσι όταν ο ΟΗΕ κινήθηκε με σχέδιο λύσης το 2002, αντί να πάμε με αυτοπεποίθηση προς την κατεύθυνση αυτή, αντί να αξιοποιήσουμε την σημαντική τριετία, από την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης στη Στοά του Αττάλου (16 Απριλίου 2003) μέχρι την έναρξη ενταξιακών της Τουρκίας (3 Οκτωβίου 2005), η πλειοψηφία της ε/κ ηγεσίας δεν επέδειξε την κατάλληλη άσκηση ηγετικής ικανότητας. Περιχαρακώθηκε σε συνήθειες του Κινήματος των Αδεσμεύτων, αρνήθηκε να διαπραγματευτεί, εμφάνισε τον ΟΗΕ ως «προέκταση» μιας «συνομωσίας» και με τη στάση της παρεμπόδισε τη δυνατότητά της ΕΕ να γίνει ο καταλύτης στις εξελίξεις προσφέροντας λύσεις στα ζητήματα της ασφάλειας, των εγγυήσεων, της ανάπτυξης και της ανοικοδόμησης.
Έκτοτε έχουμε διανύσει μεγάλο δρόμο. Νέα εμπόδια προέκυψαν στη συνέχεια όπως η μείωση της επιθυμίας των τ/κ για σημαντικές αλλαγές, – έτσι εξηγείται η ψήφος στον Έρογλου το 2010-, ενώ η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας μπήκε σε άλλη βάση με τις πρωτοβουλίες Μέρκελ και Σαρκοζί. Στη συνέχεια η κυβέρνηση Ερτογάν αναμόρφωσε αξιολογήσεις στην εξωτερική της πολιτική (λ.χ. από τον Γκιουλ στον Νταβούτογλου στο ΥΠΕΞ, η απόσταση είναι προφανής) και ότι αποτελούσε μια προοπτική με κίνητρα σε διάφορους παίκτες, έχασε έδαφος και μείωσε προσδοκίες για αμοιβαίως επωφελείς ισορροπίες με κύριο παίκτη την ΕΕ.
Πιθανό αυτή η υπόθεση να έχει οδηγήσει πολλούς κύπριους στην πίστη ότι η σημερινή κατάσταση 40 χρόνια μετά είναι πιθανώς σε μη αναστρέψιμη τροχιά. Οι δεκαετίες εμπεδώνουν συνήθειες. Οι νέες γενιές «δεν ξεχνούν» αλλά πώς να «θυμούνται» όταν οι γενιές των προσφύγων φεύγουν; Στα 40 χρόνια από την εισβολή κυριάρχησε ο κομματισμός και η συνεχής αντιπαλότητα ανάμεσα στις κομματικές γραμμές. Έλειψε η πολιτική της συναίνεσης για να επιτευχθούν μείζονος σημασίας στόχοι. Ακόμα και οι εκδηλώσεις καταδίκης της εισβολής διαθέτουν έντονο το χωριστικό στοιχείο-κάθε κόμμα, ένα χωνί. Η ανάπτυξη στην εποχή μετα την εισβολή, είχε τους περιορισμούς που επέβαλε η κατοχή αλλά και τις ιδιομορφίες που επέβαλλε η παγκοσμιοποίηση. Η επιχειρηματική κοινότητα δεν έβλεπε πέρα από τη μύτη της, καθώς πίστευε ότι η γη «δεν κινείται»- το 60% της νήσου ήταν γι’ αυτήν επαρκές πεδίο για άμεσα κέρδη. Έτσι κτίστηκε ένας χορός επενδύσεων, διαπλοκής και διανομής λαφύρων ανάμεσα στο τραπεζικό σύστημα και την επιχειρηματική ελίτ. Το μίγμα ήταν όπως του Μολότοφ: η διεθνής οικονομική κρίση παρέσυρε το κυπριακό «θαύμα» αφήνοντας πίσω του κούρεμα καταθέσεων, ανεργία στο 17% και απίστευτης έκτασης ανθρώπινη δυστυχία.
Η ε/κ κοινωνία χρειάζεται να αντλήσει το βασικό μάθημα από την περίοδο των 40 χρόνων κατοχής και να πιστέψει ότι η ανατροπή είναι εφικτή θέτοντας την πολιτική της επίλυσης του κυπριακού ως την κεντρική προϋπόθεση για να βγει από το σημερινό διπλό τέλμα -διχοτόμηση/χρεοκοπία. Η μακρόσυστη πορεία προς την οριστική διχοτόμηση οδηγεί στη συρρίκνωση του κυπριακού ελληνισμού και στον τερματισμό της δραστηριότητάς του σε ολόκληρο το νησί.