Σοσιαλιστικός Εκσυγχρονισμός
Στη δική μας κοινωνία, ο όρος τρέχει μέσα σε ένα πλαίσιο συγχύσεων. Η λέξη «εκσυγχρονισμός» χρησιμοποιείται τόσο συχνά, ή και τόσο αντιφατικά ώστε στο τέλος να ερχόμαστε ξανά στην αφετηρία ενός σημαντικού προβληματισμού. Να ορίσουμε το πλαίσιο μιας ερμηνείας του, να δώσουμε το ιδεολογικό του στίγμα σε γενικές γραμμές. Το κίνημα του εκσυγχρονισμού έχει ως κύρια στρατηγική του το αίτημα να αποκτήσει η κυπριακή κοινωνία μια νέα ποιοτικά στις λειτουργίες της, ένα πλαίσιο εξέλιξης που θα την φέρει πιο κοντά στις άλλες ευρωπαϊκές, περισσότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες.
Το αίτημα του εκσυγχρονισμού είναι ένα ώριμο και μαζικό αίτημα. Το επιδιώκουν πολλοί κύπριοι πολίτες, το ψηλαφούν πολύ περισσότεροι. Ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο, σχεδόν όλοι το επικαλούνται. Μερικοί το χρησιμοποιούν ως διαφημιστικό προϊόν, το προβάλλουν σαν προεκλογικό τέχνασμα για να ξεχαστεί λίγες μέρες μετά τον εκλογικό αγώνα. Αυτή η αντίφαση, βεβαιώνει πως γνωρίζουν τα αισθήματα του των πολιτών, γνωρίζουν τις ευαισθησίες τους, γι’ αυτό –για να εξυπηρετούν ορισμένους προσωπικούς στόχους- μετατρέπουν το εκσυγχρονιστικό αίτημα σε παιχνίδι πρόσκαιρων εντυπώσεων.
Το κίνημα του σοσιαλιστικού εκσυγχρονισμού είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτική υπόθεση. Σημαίνει πως οι δυνάμεις που είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν ένα μεγάλο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην κοινωνία μας, αποκτούν την πολιτική ηγεμονία, ή στα πλαίσια ενός προοδευτικού συνασπισμού εξουσίας έχουν βαρύνοντα λόγο στη διαμόρφωση και υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος. Στα πλαίσια ενός πολυφωνικού μεταρρυθμιστικού συνασπισμού, έχει έκδηλη σημασία να επηρεάσουν τις εξελίξεις τα πιο σύγχρονα ρεύματα μέσα σε αυτόν. Η ισορροπία είναι αναγκαία: το εκσυγχρονιστικό κίνημα δεν είναι μια φωτισμένη πρωτοπορία, ούτε επιδίδεται σε ασκήσεις επί χάρτου σε μια κοινωνία με ποικίλα ρεύματα εντός της. Σέβεται τις μέχρι τώρα κατακτήσεις, και επιχειρεί με συστηματικές παρεμβάσεις να αλλάξει η τάση του εφησυχασμού, να αμφισβητηθεί δημιουργικά η επαρχιώτική μας αυτάρκεια, ή και η αυταρέσκεια. Ο ενδημικός λαϊκισμός έχει φτάσει στα ακραία όρια της αντοχής του. Το διεθνές περιβάλλον, η στρατηγική της ένταξης στην Ε.Ε, καθορίζουν εν πολλοίς και τα πλαίσια των αναγκαίων αλλαγών, της έκτασης και της έντασής τους. Η αποσπασματική ικανοποίηση αιτημάτων, οι προεκλογικές εξαγγελίες που διαψεύδονται από τα πράγματα, το πελατειακό σύστημα που ολοένα και περισσότερο διαψεύδει τους στυλοβάτες του, συνιστούν τρία στοιχεία της κρίσης του πολιτικού μας συστήματος, της κρίσης της παραδοσιακής πολιτικής.
Στην Κύπρο, είναι δύσκολο να διαβαθμίσουμε ταξική διάρθρωση με σαφή όρια, και κατ’ επέκταση ταξικές συγκρίσεις κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο. Έτσι, αυτή η χαλαρή ταξική δομή επιτρέπει στο κράτος να κινείται ως «πάντων πατήρ», ο προστάτης ειδικών συμφερόντων για ορισμένες ομάδες, και συχνά να αποτελεί το πεδίο όπου εξαντλείται το ανώτατο στάδιο της κομματικής καταξίωσης. Τα παραδοσιακά κόμματα στην Κύπρο έχουν ωριμάσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Διαρθρωμένα με ποικίλα χαρακτηριστικά, απευθύνονται σε όλους, έχουν ασαφή προγράμματα, που επιχειρούν να ικανοποιήσουν όλους, ενώ στην πράξη αυτό που προέχει είναι η «κατάληψη» του κράτους, εάν νικήσουν στις Προεδρικές εκλογές. Το σύστημα των εξυπηρετήσεων, ωστόσο, βρίσκεται και αυτό σε εποχές μάλλον περιοριστικές. Έτσι, ο φαύλος κύκλος διευρύνεται, η πολιτική ακολουθεί τη σκιά της, χωρίς εναλλακτικές προτάσεις για μια διαφορετική πορεία. Η προσπάθεια που κατέβαλε η Κυπριακή Βουλή για «ποινικοποίηση» του ρουσφετιού, όπως ήταν αναμενόμενο, ουδέν απέδωσε. Ήταν μια κίνηση εύκολου εντυπωσιασμού που δεν είχε ούτε βάθος στην ανάλυση της, ούτε εφικτό σύστημα στην εφαρμογή της.
Στα πλαίσια αυτού του διαλόγου είναι σημαντικό να κατατίθενται προτάσεις για μια πορεία αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου. Να διεξάγεται διάλογος, να ωριμάζουν λύσεις, να επιδιώκεται συναίνεση του συνδικαλιστικού κινήματος. Το τελευταίο, έχει ειδικό ρόλο στις όλες διεργασίες. Ο θεσμικός συνδικαλισμός να διεκδικεί λύσεις που θα βελτιώνουν ή θα αλλάζουν το πεδίο όπως ασκούνται οι πελατειακές συναλλαγές. Εάν τα κενά γεμίζουν με αποδεκτά συστήματα δράσης, τότε θα μειωθεί αισθητά ο «ενδιάμεσος» ρόλος του πολιτευτή ως του αναγκαίου διαμεσολαβητή ανάμεσα στο πρόβλημα και τον πολίτη. Σχεδόν όλοι επικαλούνται το αίτημα για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας. Εάν, όμως, αυτό το αίτημα συνδεθεί με την αναγκαία πολιτική χημεία του, σημαίνει πως είναι ένα συνολικό αίτημα που διαπλέκεται με τις δυνάμεις της κεντροαριστεράς στην Κύπρο. Τις δυνάμεις που είναι σε θέση να οικοδομήσουν εφικτές συμμαχίες, να δημιουργήσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να έχει η κοινωνία μας μια νέα ποιότητα στις λειτουργίες της.
Εφημερίδα, ο Φιλελεύθερος