Στα τέσσερα ή 4 επί 4;
Η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίζεται σε τρία πόδια, όπως συμβαίνει με κάθε άλλη χώρα: την αμυντική δυνατότητα, την εξωτερική διπλωματική δράση και τη γενικότερη πολιτική και οικονομική ισχύ. Δεν γνωρίζω αν αυτή η εξωτερική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση Τσίπρα έχει πετύχει κάτι. Το ερώτημα είναι εάν αυτό που ονομάζεται ελληνική εξωτερική πολιτική εξάντλησε τις δυνάμεις της στην ενασχόληση με πτυχές του κυπριακού και στην περεμπόδιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Εγείρονται μερικά σοβαρά ερωτηματα εξ αυτού:
Εάν μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική να επιβάλλει τους όρους της στην Τουρκία για τα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων στο κυπριακό, γιατί δεν επιβάλλει τους όρους της στην ίδια χώρα ώστε να μην παραβιάζει τον εναέριο χώρο της; Είναι τόσο απλό: να καταρρίπτει τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη, εφόσον δεν ενημερώνουν τις ελληνικές αρχές και, ως εκ τούτου, παραβιάζουν τη δικαιοδοσία του ελληνικού FIR. Γιατί δεν κάνει αυτή την κίνηση ο Υπουργός Άμυνας ο οποίος δήλωσε ότι δεν θέλει να περπατά «στα τέσσερα» και με χαρακτηριστική ευκολία και με αποφασιστικότητα έσκισε διαφόρα μνημόνια;
Εάν μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική να επιβάλλει τους όρους της στην Τουρκία για τα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων στο κυπριακό, γιατί δεν προχωρά σε συνεννόηση με τη Λευκωσία ώστε να οριοθετήσουν την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη που βρίσκεται στα θαλάσσια ύδατα ανάμεσα σε Κύπρο και Ελλάδα; Τι θα γίνει με τη θαλάσσια ζώνη ανάμεσα στη Ρόδο, το Καστελλόριζο και την Πάφο; Ο «μη βαδίζων» στα τέσσερα υπουργός, γιατί δεν στέλλει δύο F16 να ανιχνεύσουν το θαλάσσιο τοπίο;
Εάν μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική να επιβάλλει τους όρους της στην Τουρκία για τα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων στο κυπριακό, γιατί δεν προχωρεί στο άνοιγμα της επικοινωνίας με την Άγκυρα στα θέματα που συνδέονται με την αναζήτηση της δυνατότητας για από κοινού προφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο; Σχετικό υλικό υπάρχει, ο φάκελλος είναι γεμάτος από το αναγκαίο υλικό, και ίσως συμπληρωμένος. Γιατί δεν κάνει το αυτονόητο; Να το συζητήσει στο πιο υψηλό επίπεδο και να δει αν υπάρχει η αμοιβαία βούληση να προχωρήσει η πορεία επίλυσης όπως είχει διαμορφωθεί από παλαιούς πρωθυπουργούς, όπως Κ. Καραμανλής, Κ. Μητσοτάκης, Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτης.
Η απάντηση στα πιο πάνω θα ήταν μια εύκολη κωμική διαπίστωση, αν δεν ήταν μια κωμικοτραγική κατάσταση διγλωσσσίας: στην ελληνική εξωτερική πολιτική που συνδέεται με τα πιο πάνω, οι αρμόδιοι υπουργοί σιωπούν ή αδρανούν. Η εξήγηση είναι απλή: εκεί συμμετέχουν στο κομματικό παιχνίδι, οι πολίτες ψηφίζουν, κόμματα ψηφίζονται, καταψηφίζονται. Γι’ αυτό θέλουν «ηρεμία», άν όχι ακινησία, είτε για να λάβουν μέρος σε εκλογικές μάχες, είτε για να χάσουν λιγότερες ψήφους.
Στην Κύπρο τα πράγματα διαφέρουν γιατί αξιοποιούν μια «παράδοση» από μεγαλοστομίες και επενδύουν πάνω στην κουλτούρα της ηρωικής περιχαράκωσης ή και στο φόβο της αλλαγής. Έτσι στο κυπριακό μιλούν με την πιο μεγάλη άνεση, παριστάνουν τους «ακρίτες» γιατί το τελικό αποτέλεσμα είναι αδιάφορο γι’ αυτούς. Κανένας δεν θα τους ερωτήσει «ποιο είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής σας»-φτάνει που έκαναν τον βρυχηθμό «εξωτερική πολιτική» και πωλούν ανέξοδη (γι’ αυτούς) στασιμότητα!
Αυτό που έχει σημασία είναι πως στην Ελλάδα οι ίδιοι δεν επιθυμούν οτιδήποτε σε οποιονδήποτε τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ο κύκλος της εξωτερικής πολιτικής είναι γνωστός και αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική, τα βαλκάνια, το σκοπιανό, τη μεσογειακή πολιτική, τη μεσανατολική διάσταση, βεβαίως την Τουρκία και το κυπριακό. Σε ποιον τομέα από τους πιο πάνω η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει δείξει κάποια θετική κινητικότητα ή διάθεση να κάνει κάτι; Σε κανέναν! Η μόνη κινητικότητα που έχει εμφανιστεί συνδέεται με το κυπριακό και τη μάχη να μην αλλάξει τίποτα!
Έτσι από τη ρεαλιστική αντίληψη των πραγμάτων, ώστε να πάμε βήμα βήμα στην ανατροπή και την κατάργηση του συστήματος των εγγυήσεων, του δικαιώματος επέμβασης και την αποχώρηση του στρατού κατοχής, φτάνουμε στη χρησιμοποίηση του θέματος αυτού κατά τρόπο ανεδαφικό ώστε να γίνουν εργαλείο μικροπολιτικής εκμετάλλευσης από τις δυνάμεις του εθνικολαϊκισμού στην Ελλάδα! Έτσι αντί να αξιοποιήσουμε το «Πλαίσιο Γκουτέρες» για να αλλάξουμε τα πράγματα, ρωτήσαμε τον Τσαβούσογλου για να έχουμε άλλοθι για να ακυρώσουμε το ίδιο το διαπραγματευτικό πλαίσιο!
Λοιπόν, από τη δεκαετία του ’50 το κυπριακό αξιοποιήθηκε ως εργαλείο για άσκηση μικροπολιτικής στην ελλαδική πολιτική σκηνή, αυτής που νομίζουν μερικοί ότι προσπορίζει δικά τους κομματικά οφέλη. Ίσως προσφέρει πρόσκαιρα οφέλη σε κάποιο κυβερνητικό κόμμα, αλλά αυτό που μετρά είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας πολιτικής. Γι’ αυτό η μάχη έχει γνωστούς υποστηρικτές της εθνικολαϊκιστικής δημαγωγίας: μισή Κύπρος για να εκφωνούμε πανηγυρικούς στις παρελάσεις!
Λοιπόν, στα «τέσσερα» εν μέσω ηχηρών διακηρύξεων, όπως θα έλεγε ο Υπουργός Άμυνας της Ελλάδας, ή πολιτικές του τύπου «4 επί 4» για να έχουμε τη δυνατότητα να ανατρέψουμε την κατοχή και να αλλάξουμε τη μοίρα της Κύπρου;
Λάρκος Λάρκου