Στη Γενεύη με αυτοπεποίθηση!
Λάρκος Λάρκου
Πώς θα συμεριφερόταν μια ανοικτή κοινωνία μπροστά στο ενδεχόμενο να φτάσουμε σε λύση του κυπριακού; Έχουμε ως δεδομένο ότι στις 9 με 12 Ιανουαρίου 2017 μπορούμε να ελπίζουμε. Δεκαετίες έχουν περάσει με δεδηλωμένο στόχο τη μάχη για την επίλυση πάνω στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Από τον Μάιο του 2015 έχουν αρχίσει οι συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον τ/κ ηγέτη Μ. Ακιντζί και αυτές θα κορυφωθούν με την διάσκεψη για την Κύπρο τον Ιανουάριο στη Γενεύη. Θα κριθεί το συνολικό αποτέλεσμα, συνεπώς για να φτάσουμε ως εκεί σημαίνει ότι έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση, συνεπώς υπάρχουν αρκετές πιθανότητες για θετική έκβαση.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η ε/κ κοινωνία μπορεί να διεκδικεί και να ελπίζει. Να έχει αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο της, να εκδηλώνει με δημόσιες δράσεις (συζητήσεις, διάλογο, εκδηλώσεις) τη δική της επιθυμία για αλλαγή, και να ελπίζει βάσιμα ότι κάνοντας ότι της αναλογεί, συμβάλλει σε μια δημιουργική προσπάθεια, στηρίζει μαχητικά τη διαπραγμάτευση. Θεωρώ ότι ε/κ κοινωνία δεν πρέπει να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις, αλλά χρειάζεται να τις στηρίζει μέσα από τη διπλωματία των μαζικών φορέων, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της, με θέληση και αποφασιστικότητα.
Είναι αυταπόδεικτο ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, η κοινωνία μας αναπτύσσεται μέσα στο φόβο και τα ερωτήματα, μένει παθητικός θεατής, βλέπει το ποτήρι διαρκώς μισοάδειο αντί να προσπαθεί για να το γεμίσει με νέες δυνατότητες. Η εξήγηση βρίσκεται στην παλαιότερη πολιτική μας διαδρομή, ωστόσο, αυτό το μέγεθος της αδράνειας που βλέπουμε οφείλεται στην επικυριαρχία ενός ακραίου δημαγωγικού λόγου, αυτού που καθημερινά βομβαρδίζει την ημερήσια ατζέντα με στρεβλές αναλύσεις, αλλάζει το νόημα της συγκυρίας, παραπληροφορεί και παρεμποδίζει την ανάδειξη στην επιφάνεια του πραγματικού διακυβεύματος στη σημερινή Κύπρο. Έτσι καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες εκτός τόπου και χρόνου συζητήσεων, παρακολουθούμε μια σειρά από οργανωμένες συζητήσεις με στόχο την ανάδειξη μιας παράπλευρης πολιτικής ατζέντας, την ανάδειξη του επιμέρους σε κυρίαρχο, ώστε στο τέλος να μένει στην επιφάνεια η στρατηγική της σύγχυσης.
Είναι, δυστυχώς, ένα ζήτημα που συνδέεται με σοβαρές αδυναμίες των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων στην ε/κ κοινωνία, αυτών που συναποτελούν τον πλειοψηφικό συνασπισμό για την επίλυση, που επιτρέπουν αυτή τη στρέβλωση της καθημερινής πολιτικής ατζέντας και την κυριαρχία της σύγχυσης. Δεν νοείται να βλέπουμε καθημερινά πάνελς συζητήσεων με 6 ή 7 ομιλητές (κατά την άποψή μου τρία άτομα είναι ο χρυσός κανόνας). Δεν νοείται να βλέπουμε συνεχή επιλογή ομιλητών με γνώμονα το ποιος φωνάζει περισσότερο, (κατά την άποψή μου επιλογή να γίνεται με βάση τη δυνατότητα να πουν χρήσιμες απόψεις). Δεν νοείται να παρακολουθούμε συντονιστές συζητήσεων με εμφανείς αδυναμίες να λειτουργήσουν με επαγγελματισμό (κατά την άποψή μου, αυτό για να αλλάξει χρειάζεται καλή προετοιμασία και έντιμη στάση από κάθε συντονιστή απέναντι στα ερωτήματα και στα ζητήματα). Αυτά κατά κανόνα δεν τα προσέχει κανένας, κάνουμε αυτό που ίσως αποτελεί μια συνήθεια από το παρελθόν, άλλοι φοβούνται να αλλάξουν οτιδήποτε από το φόβο της επιθετικής «κριτικής» και αυτό οδηγεί στο σημερινό αλαλούμ. Ωστόσο, κάποιος μπορεί και πρέπει να θέσει κανόνες που θα βελτιώσουν τα πράγματα, ώστε η κοινή γνώμη να έχει νηφάλια, σφαιρική και κριτική γνώση πάνω στα μεγάλα ζητήματα του κυπριακού μέλλοντος.
Το μέγα ζήτημα αφορά παγιωμένες συνήθειες που συνδέονται με την «παλαιά» Κύπρο και μεγάλες προκλήσεις που συνδέονται με τη «νέα» Κύπρο. Η 9η Ιανουαρίου συνιστά σε κάθε κύπριο περίσκεψη, δημιουργική σκέψη, θετική στάση. Να προσπαθήσουμε για τη διαφορετική Κύπρο σημαίνει να εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες για την επίλυση σε αυτό το χρονικό στάδιο. Η επίλυση δεν είναι κάτι δεδομένο, ή κάτι που θα το συναντήσουμε έτοιμο στο δρόμο. Είναι, όμως κάτι που μπορούμε να κατακτήσουμε, κάτι για το οποίο αξίζει να προσπαθήσουμε!