Συμμαχίες και πολιτική.
Το πολιτικό τοπίο στην Κύπρο έχει ανάγκη να προχωρήσει με μια διαφορετική ανάλυση. Το σημερινό σκηνικό αντανακλά βάσιμες αναλύσεις μιας άλλης, ξεπερασμένης εποχής. Συμμαχίες, υποψήφιοι για την Προεδρία της Δημοκρατίας ή της Βουλής, έχουν συχνά τη βάση τους σε αναλύσεις του χθες, σε δίπολα που εξεμέτρησαν το ζην, σε αντιπαραθέσεις με λάθος ιεραρχήσεις. Ο λόγος λ.χ. που εκπέμπει ένα κομμάτι του σημερινού συνασπισμού εξουσίας είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα αναχρονιστικής ρητορείας συνδυασμένης με πρακτικές αναξιοκρατίας, αδυναμίας παρακολούθησης των σύγχρονων ιδεολογικών ανακατατάξεων. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι η αναπαλαίωση της διχαστικής και ρουσφετολογικής πρακτικής, ο συγκεντρωτικός αυταρχισμός, και η πελατειακή πρακτική. Αυτή είναι μια συντηρητική στάση που δεν έχει σχέση με τις σύγχρονες αποστολές μιας πολιτείας. Η προεκλογική προβολή απραγματοποίητων υποσχέσεων, η εφάπαξ παροχή χρημάτων σε ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού δείχνει ότι η σημερινή κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την πολιτική ως αγωνία για την απόκτηση ή τη διατήρηση πλεονεκτημάτων που παρέχει η κατοχή κυβερνητικών θέσεων, και όχι γιατί επεξεργάστηκε ένα σχέδιο για τη χώρα και ως εκ τούτου διεκδικεί την ψήφο του λαού για να το πραγματοποιήσει.
Εκτιμώ ότι αυτή η διάταξη πολιτικής και συμμαχιών χρειάζεται αναπροσαρμογή, χρειάζεται στο τέλος της ημέρας μια ριζική ανατροπή. Δεν έχει λ.χ. σήμερα καμμία λογική ανάλυση η θέση που προβάλλουν ορισμένα μικρότερα κόμματα ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να είναι «δικός» τους, επειδή έτσι γινόταν στην δεκαετία του ’80. Σήμερα το κυπριακό κομματικό σύστημα έχει ωριμάσει, η Κύπρος ανήκει στη λέσχη των πιο προηγμένων δημοκρατιών. Το γαλλικό πρότυπο είναι το πιο κοντινό στη δική μας περίπτωση. Μπορούμε να το αξιοποιήσουμε: κάθε κόμμα διεκδικεί την εκλογή με δικό του υποψήφιο στον πρώτο γύρο, και στο δεύτερο γύρο όσοι δεν μετέχουν, υποχρεωτικά κάνουν συνεργασίες. Αυτό επιτρέπει μια πιο υγιή αποτύπωση των πολιτικών τάσεων, επιβάλλει την αυθεντική πολιτική σύγκρουση και ασφαλώς παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε σχηματισμό να κάνει συμμαχίες, να μετρά στο δεύτερο γύρο την ευρύτερη δυνατή εμβέλειά του για να φθάσει στο 51%.
Η Κύπρος αποτελεί μοναδικό παράδειγμα χώρας στην οποία οι συμμαχίες ανάμεσα στα κόμματα αποτελούν διαχρονικά ένα εκτεταμένο πεδίο ιδεολογικών αντιφάσεων, μικροκομματικών στοχεύσεων και προσωπικών ρεβανσισμών ενδεδυμένων πάντοτε με τον κατάλληλο μανδύα της «εθνικής σωτηρίας». Αυτό συνέβαινε γιατί η μόνη χειροπιαστή πρόταση εξουσίας που προβλήθηκε από τα κόμματα εξουσίας ήταν κυρίως η κατοχή και η νομή της εξουσίας καθώς επίσης και η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που αυτή προσφέρει. Η αποθέωση αυτής της πρακτικής με τη δεκαετία Σ. Κυπριανού είναι ένα καλό παράδειγμα προς αποφυγήν για τη σημερινή Κύπρο. Το ΔΗΚΟ συμμάχησε με το ΑΚΕΛ και εξέλεξε δύο φορές πρόεδρο τον Σ. Κυπριανού. Όταν το ΑΚΕΛ άλλαξε ανάλυση (Γ. Βασιλείου, 1993), το ΔΗΚΟ συμμάχησε ευθύς αμέσως με τον ιστορικό του «αντίπαλο», τον ΔΗΣΥ. Έτσι το ΔΗΚΟ γύρισε τη ζαριά, πρώτο, για να είναι κόμμα εξουσίας, δεύτερο για να εκτοπίσει το ΑΚΕΛ και τρίτο για να ασκεί επιρροή ο Σ. Κυπριανού.
Επιλογικά εκτιμώ ότι αυτές οι παλαιές πρακτικές έχουν δημιουργήσει συνθήκες αναξιοπιστίας για το πολιτικό μας σύστημα. Γι’ αυτό χρειάζεται να ξεπεράσουμε την παραδοσιακή πολιτική. Με νέα προγράμματα, με συνέπεια και καθαρή στόχευση έτσι που να αποκτά νέα ισχύ η κοινωνία μας στηριγμένη σε μια πολιτεία οργανωτή ελευθερίας.