Τα χαμένα χρόνια της «Βόρειας» πολιτικής
Ο Χρίστος Γιάγκου τοποθετειται πάνω σε ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο ζήτημα που συνδέεται με μια «παραδοσιακή» αντιμετώπιση της κατάστασης πραγμάτων που επέφερε στην ε/κ πολιτική ζωή η τουρκική εισβολή. Γράφει τα εξής:
«Έχει δυστυχώς διαχρονικά καλλιεργηθεί σε μια μεγάλη μερίδα του Κυπριακού Ελληνισμού, από συγκεκριμένες πολιτικές ηγεσίες, η ψευδαίσθηση ότι το Κυπριακό Πρόβλημα θα λυθεί εάν Ελλάδα και Ελληνοκύπριοι (Ε/Κ), δια μέσου της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ), χρησιμοποιώντας διάφορα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά ερείσματα (π.χ. Ευρωπαική Ένωση (ΕΕ), υδρογονάνθρακες), αυξήσουμε το κόστος της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων (Τ/Κ) από τη μη-λύση σε τέτοιο βαθμό που να κάνει τη μη-λύση ασύμφορη για αυτούς. Η σκληρή όμως πολιτική πραγματικότητα είναι κατά την άποψη μου εντελώς διαφορετική. Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να συνηγορήσουν δυνητικά σε κοινά αποδεκτή λύση μόνο όταν η Ελλάδα και οι ΚΔ μεγιστοποιήσουμε το όφελος που η Τουρκία και οι Τ/Κ θα έχουν από τη λύση του Κυπριακού σε τέτοιο βαθμό που να κάνει τη λύση συμφέρουσα για αυτούς.
Πιο συγκεκριμένα, είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ακόμη ότι θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε την παρουσία της ΚΔ στην ΕΕ για να «πιέσουμε και να υποχρεώσουμε» την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους να αποδεχτούν την λύση που εμείς θέλουμε. Παρόλο ότι το Κοινοτικό Κεκτημένο θα έχει θετική επίδραση στη λύση, εντούτοις υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της νομικής και θεσμικής δυνατότητας που μας παρέχει η παρουσία μας στην ΕΕ και της πολιτικής πραγματικότητας την οποία δυστυχώς βιώνουμε. Μία πραγματικότητα η οποία συνίσταται στο γεγονός παρ’ όλες τις μεγάλες και πολύ-επίπεδες διαφορές που η ΕΕ έχει με την Τουρκία, εντούτοις, λόγω μεγάλων πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων που απορρέουν από τον γεωστρατηγικό ρόλο της Τουρκίας, τα κράτη μέλη της ΕΕ αδυνατούν στο προβλεπτό τουλάχιστον μέλλον είτε να διακόψουν τις σχέσεις τους με την Άγκυρα είτε να επιβάλουν στην Τουρκία τις θέσεις της ΚΔ.
… Ως εκ τούτου, σε αντιδιαστολή με την θεωρία περί αύξησης του κόστους της Τουρκίας και των Τ/Κ από την μη-λύση, υποστηρίζω ότι ο στρατηγικός στόχος ενός κοινού κράτους Ε/Κ και Τ/Κ μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν Ελλάδα και ΚΔ μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη που η Τουρκία και οι Τ/Κ θα έχουν έπειτα από μια λύση σε βαθμό που να τους συμφέρει η λύση αυτή. Αυτό θα γίνει, εάν, μέσα από μια γόνιμη συνεργασία με την Τουρκία και τους Τ/Κ, στη βάση ενδεχομένως κορυφαίων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ανακαλύψουμε ένα κοινό τόπο γεωπολιτικών και γεωοικονομικών συμφερόντων (π.χ. αμοιβαία επωφελής εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην Κυπριακή ΑΟΖ, επενδυτικές και εμπορικές συνεργασίες, σύσφιξη πολιτισμικών και εκπαιδευτικών σχέσεων, εκατέρωθεν αποστρατικοποίηση κ.α.) πάνω στον οποίο θα μπορούσαμε Ελλάδα, Τουρκία , Ε/Κ και Τ/Κ να οικοδομήσουμε (δίνοντας και παίρνοντας) τη μελλοντική λύση-επανένωσης της Κύπρου στη βάση του όλοι κερδίζουν».
Θεωρώ ότι η προσέγγιση του Χρ. Γιάγκου συμπορεύεται με την κατανόηση του βαθύτερου νοήματος της συμμετοχής της Κύπρου στην ΕΕ. Γιατί η ΕΕ έφτασε σε αυτό το επίπεδο συνεργασίας και κοινών δράσεων; Πολύ απλά γιατί το οικοδόμημα που ξεκίνησε πριν 60 χρόνια προχωρούσε βήμα-βήμα, ώστε να υπάρχει επωφελής συμβιβασμός για όλα τα κάθε φορά μέλη-από τα 6 στα 10, στα 12, στους 15, τώρα στους 27. Συμβιβασμός που οδηγούσε (και οδήγησε) σε μεγάλα βήματα μπροστά όπως λ.χ το κοινό νόμισμα.
Τι συμβαίνει στην κυπριακή περίπτωση; Η συμμετοχή στην ΕΕ προσφέρει κίνητρα, αμοιβαιότητες σε συμφέροντα, θεσμικό πλαίσιο, οικονομική συνεννόηση. Συνεπώς η φράση Γιάγκου ότι «η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να συνηγορήσουν δυνητικά σε κοινά αποδεκτή λύση μόνο όταν η Ελλάδα και η ΚΔ μεγιστοποιήσουμε το όφελος που η Τουρκία και οι Τ/Κ θα έχουν από τη λύση του Κυπριακού σε τέτοιο βαθμό που να κάνει τη λύση συμφέρουσα για αυτούς», έχει βάση, εάν η ε/κ ηγεσία δείξει με έργα ότι το σχέδιο «η ενωμένη Κύπρος στην ΕΕ» προσφέρει λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα. Ελάχιστοι φορείς πολιτικής στην ε/κ κοινωνία έχουν κατανοήσει το πολύ σαφές: η τ/κ κοινότητα δεν έχει απεριόριστες επιλογές, είτε θα πάει στην πολιτική με την «περισσότερη» Τουρκία, είτε μέσω της ομοσπονδιακής λύσης, μαζί με την ε/κ κοινότητα, στην «περισσότερη ΕΕ».
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, παρατηρώ ότι κανένα κόμμα ή καμμιά κυβέρνηση από την ένταξη μέχρι σήμερα δεν έπαιξε αυτό το ευρωπαϊκό χαρτί (λ.χ. μια «βόρεια» πολιτική με τη σφραγίδα της ΕΕ), με σχέδιο, ουσία και επικοινωνία έτσι που θα έφερνε την πιο δυτικότροπη πλευρά της τ/κ κοινότητας πιο κοντά στις ευρωπαϊκές αξίες. Χάθηκε χρόνος και συγκυρίες. Η ακμή της ευρωτουρκικής σχέσης πέρασε ανεκμετάλλευτη-κυρίως Δεκέμβριος, 2004 έως το 2010. Η Κύπρος διεκδικούσε μέσα από το Πρωτόκολλο της Άγκυρας αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, όχι αξιοποίηση της συμμετοχής μας στην ΕΕ για επίλυση και ελευθερία.
Σήμερα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα γιατί, πρώτο η ΕΕ δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες, ή δεν ασκεί την ίδια επιρροή, δεύτερο η ευρωτουρκική σχέση περνά την πιο δύσκολη φάση της και τρίτο, η διεθνής συγκυρία έχει πιο απαιτητικές προτεραιότητες-τρομοκρατία, προσφυγικό. Αρκετές δυνατότητες υπάρχουν, έστω και τώρα, έστω κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Ο Χ. Γιάγκου θεωρεί ότι «παρόλο ότι το Κοινοτικό Κεκτημένο θα έχει θετική επίδραση στη λύση, εντούτοις υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της νομικής και θεσμικής δυνατότητας που μας παρέχει η παρουσία μας στην ΕΕ και της πολιτικής πραγματικότητας την οποία δυστυχώς βιώνουμε». Σημειώνω ότι αυτό το σημείο όπως το καταγράφει ο Χ. Γιάγκου δεν τρέχει ακριβώς έτσι στις πολιτικές πραγματικότητες. Η Ιρλανδία λ.χ αξιοποίησε το περιβάλλον ΕΕ, την ασφάλεια που προτείνει η συμμετοχή της στη ζώνη της σταθερότητας, το κλίμα της συνεννόησης που απαιτεί η συμμετοχή σε μια πολυεθνική ενότητα κρατών και πολιτών. Δεν έλυσε το Ιρλανδικό η ΕΕ με έναν αυτόματο τρόπο, δεν έγινε η ΕΕ ο ΟΗΕ του ιρλανδικού, έδωσε όμως το αναγκαίο υλικό σε φωτισμένους ηγέτες (και στις δύο πλευρές) να το μετατρέψουν σε πολύ συγκεκριμένη πολιτική ύλη και στη συνέχεια πολιτική συνθήκη (Συμφωνία της Μ. Παρασκευής), που οδήγησε τελικά στην επίλυση του Ιρλανδικού.
Λάρκος Λάρκου