Τα ελλείμματα και η στασιμότητα
Οι εξελίξεις στο κυπριακό φαίνεται πως δεν οδηγούν σε κάποια ουσιώδη πρόοδο. Δυστυχώς, ορισμένα από τα σημερινά αδιέξοδα έχουν την εξήγησή τους στο τι έγινε το 2008 όταν ξεκίνησαν οι συνομιλίες με την εκλογή του Δ. Χριστόφια στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Το ξεκαθάρισμα της βάσης των συνομιλιών ήταν «το ήμισυ του παντός». Δεν ξεκίνησαν τα πράγματα κατά τρόπο ορθολογικό γιατί ο πρόεδρος Χριστόφιας προτίμησε την πολιτική της σύγχυσης. Επέλεξε να ξεκινήσει από «μηδενική βάση», γεγονός που έδωσε το πρόσχημα στην τ/κ πλευρά να πάει πιο πίσω και να μιλά για παρθενογένεση και άλλα. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος σε αναζήτηση άλλης «βάσης», εκείνης που τώρα αποδεικνύεται στρεβλή και αδιέξοδη.
Το 2008 επέβαλλε πρώτα το ξεκαθάρισμα της βάσης των συνομιλών (συμφωνίες κορυφής, υλικό του ΟΗΕ, συν κωδικοποίηση 2005, συν ευρωπαϊκό κεκτημένο) και μετά την αξιοποίηση της ΕΕ στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ως ισοδύναμου πολιτικού μεγέθους. Αυτός ο συνδυασμός κινήσεων μπορούσε να αποδώσει περισσότερα. Ειδικότερα, και επιπρόσθετα από την αιγίδα του ΟΗΕ, μπορούσε να γίνει:
αξιοποίηση του μομέντουμ που δημιούργησε η εκλογή Χριστόφια/πολιτική ηγεμονία, συνεννόηση με ένα ευρύ ρεύμα δυνάμεων, επικοινωνία με την τ/κ κοινωνία,
αξιοποίηση της νέας αρχής που επεχείρησε ο ΟΗΕ/καλύτερη συνεννόηση με τον ΟΗΕ σε όλα τα επίπεδα,
αξιοποίηση της λεγόμενης «Ομάδας Μπαρόσο»,
αξιοποίηση του Λ. Μάουρερ, του προσώπου που διόρισε ο Χ. Μ. Μπαρόσο ως αντιπροσώπου του στο κυπριακό και ομάδας από εμπειρογνώμονες της ΕΕ,
αξιοποίηση της ομάδας από εμπειρογνώμονες του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας,
αξιοποίηση πάνω σε πλήρη επιστημονική βάση των επιτροπών και των ομάδων εργασίας που με επιτυχία σχηματίστηκαν το 2008. Σήμερα, έξ όσων συνάγεται από διάφορες εκτιμήσεις, ελάχιστες λειτουργούν και αυτές χωρίς να διαθέτουν τα στοιχειώδη μέσα για να παράγουν έργο.
Όλοι αναγνωρίζουν η Τουρκία είναι ένας δύσκολος αντίπαλος, διαθέτει μηχανισμούς υποστήριξης της μιας ή της άλλης επιλογής της και προσθέτει κύρος με τη σημερινή εξωτερική πολιτική της. Το κλειδί για να την αντιμετωπίσουμε στο τραπέζι της διπλωματίας ήταν –και είναι- εμείς να πείσουμε την ΕΕ να υιοθετήσει βασικές μας πολιτικές (για παράδειγμα το νέο πλαίσιο ασφαλείας, τις εγγυήσεις, μια φωνή στην ΕΕ, ειρηνευτική αποστολή, μηχανισμός Frontex) και η ΕΕ να απευθυνότηταν στην Τουρκία για να την πείσει να τις υιοθετήσει. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με δύο προϋποθέσεις: πρώτο, να διαμορφώναμε πολιτικές που να προωθούν ισορροπίες συμφερόντων με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, και δεύτερο, να εννοούμε αυτά που λέμε. Η πολιτική αυτή δοκιμάστηκε και πέτυχε όταν υπήρχε στρατηγική, αξιοπιστία και καθαρή συνεννόηση με τους εταίρους μας. Αν κάποιοι δεν έχουν κατανοήσει πως ήρθε η μεγάλη επιτυχία της ένταξης στην ΕΕ, κανένα άλλο μεγάλο στοίχημα δεν μπορούν να επιλύσουν. Η ΕΕ ως σύστημα από κανόνες δημιουργεί το πλαίσιο, είναι στη δική μας ευθύνη να το αξιοποιήσουμε. Η Ιρλανδία δείχνει ένα δρόμο για όσους πιστεύουν ότι η πολιτική μπορεί να προωθεί «το μονιμότερο συμφέρον της πόλης».