Τα κλειδιά και οι ανησυχίες…
Ένας από τους τρόπους προσέγγισης που έχει αναδείξει η πολύχρονη συζήτηση γύρω από το κυπριακό είναι εκείνος που περιλαμβάνει τους «μονίμως ανησυχούντες». Είναι μια προσέγγιση που εκφράζει διαρκώς «ανησυχίες» και σε κάθε πιθανό βήμα, βλέπει συνεχώς παγίδες και τεχνάσματα. Εκτιμά ότι στο κυπριακό δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Οι τ/κ είναι απλώς προέκταση της Τουρκίας και ακολουθούν κατά γράμμα τις εντολές της Άγκυρας. Συνεπώς κάθε αναφορά που να συνδέεται με την προσπάθεια αναζήτησης λύσης στο κυπριακό, φαίνεται να είναι χάσιμο χρόνου, αφού η Τουρκία κρατά το κλειδί της λύσης και ο κάτοχος του κλειδιού δεν μπορεί να αλλάξει. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι πίσω από την ανάλυση αυτή, κάποιος μπορεί να συναντήσει τις δυνάμεις της καταγγελίας, της περιχαράκωσης και της άρνησης. Οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν κάποια πρόταση, δεν διατυπώνουν εισηγήσεις, πιστεύουν ότι στη διεθνή σκηνή είναι αρκετό να έχεις το δίκαιο με το μέρος σου, άρα το ζητούμενο είναι να έχουμε την Τουρκία στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Αυτή η προσέγγιση ταίριαζε στην εποχή του παγκόσμιου διπολισμού, δούλεψε καλά στην εποχή του Κινήματος των Αδεσμεύτων και έφερε θετικά αποτελέσματα για την Κύπρο. Δεν δουλεύει το ίδιο σήμερα στην εποχή ΕΕ. Οι κανόνες άλλαξαν, συνεπώς και η δική μας ανάλυση χρειάζεται και εκείνη να αλλάξει. Σήμερα κερδίζουν τη μάχη του κυπριακού οι εφικτές εισηγήσεις που είναι σε θέση να κερδίσουν την αλληλεγγύη των εταίρων μας, την αποδοχή, τη στήριξη από την διεθνή κοινότητα.
Επί της ουσίας του πράγματος οφείλει κανείς να παρατηρήσει ότι επιφανείς εκπρόσωποι αυτής της προσέγγισης, απαξίωσαν με έργα τις μεγάλες κατακτήσεις της ελληνικής διπλωματίας, αυτές που «ξεκλείδωσαν» τα μεγάλα εμπόδια για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ με τις Συμφωνίες της 6ης Μαρτίου 1995 και τα κείμενα του Ελσίνκι το 1999. Και είναι εξίσου ενδιαφέρον να θυμάται κανείς ότι με την ψήφο του Τ. Παπαδόπουλου (με την Κύπρο κράτος-μέλος της ΕΕ), η κατοχική δύναμη πήρε δύο φορές πράσινο φως για να αρχίσει ενταξιακές συνομιλίες με την ΕΕ (17 Δεκεμβρίου 2004 και 3 Οκτωβρίου 2005), χωρίς η Κύπρος να εξασφαλίσει το παραμικρό αντάλλαγμα.
Η πιο πάνω θεαματική αντίφαση αποδεικνύει ότι χρειάζεται να δούμε ορισμένα πράγματα με ένα πιο σύνθετο φακό. Ζούμε σε ένα πολύπλοκο κόσμο, με αντιθέσεις, ισορροπίες, συμφέροντα. Οι δυνατότητες να αξιοποιείς επιμέρους αντιθέσεις και ad hoc συμμαχίες συχνά αποτελούν σημαντικό όπλο στα χέρια των μικρών κρατών. Στο σύστημα ΕΕ χρειάζεται να πείθεις με την πρότασή σου, όχι μόνο με την καταγγελία σου. Να πείθεις με τη συνέπεια και τη σοβαρότητά σου. Αυτό που λες να το εννοείς.
Το παράδειγμα των τ/κ είναι ενδιαφέρον: ασφαλώς η Τουρκία επηρεάζει βασικές εξελίξεις στα κατεχόμενα και ο κατοχικός στρατός επιβάλλει πολιτικές. Εάν, όμως, αυτό ήταν η πλήρης πολιτική αλήθεια, τότε ο Ρ. Ντενκτάς θα ήταν ακόμα στην εξουσία, και, ίσως, να την είχε κληρονομήσει στον υιό Σερντάρ. Η διάνοιξη του οδοφράγματος της Οδού Λήδρας προχώρησε σχετικά κανονικά. Εμπόδια υπήρξαν. Προφανώς κάθε εξέλιξη, πιθανόν να μην είναι μια ευθεία γραμμή. Καχυποψίες, καθυστερήσεις, και εντάσεις είναι μέσα στη φύση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας. Η πολιτική ηγεσία που ενδιαφέρεται για υψηλούς στόχους αναλαμβάνει ευθύνες, παίρνει ένα ελεγχόμενο ρίσκο, προσπαθεί να δημιουργήσει συνθήκες για απεγκλωβισμό της Κύπρου από τον κλοιό των κατοχικών στρατευμάτων. Αυτό, κυρίως, απαιτεί να πείθεις διεθνώς για τις επιδιώξεις σου και να δημιουργείς συμμαχίες γύρω από αυτές. Το σημαντικό είναι να γνωρίζεις πού θέλεις να πας και πώς να καθοδηγείς θετικές εξελίξεις.
«Αγαπητέ μου, η κατοχή δεν φεύγει με ξόρκια» όπως συχνά έλεγε ο Γ. Κρανιδιώτης…