Τα σύμβολα και η νεωτερικότητα
Η συζήτηση περιστρέφεται συχνά γύρω από λέξεις, έννοιες και σύμβολα. Επειδή σε όλες τις κοινωνίες αυτού του είδους οι συζητήσεις προκαλούν διαφωνίες και, ενίοτε εντάσεις, συχνά αποφεύγουμε να συζητούμε, γεγονός το οποίο, στην κυπριακή περίπτωση, συμβάλλει στη διατήρηση της παρούσας κατάστασης πραγμάτων. Έτσι η σύγχυση ανάμεσα σε έννοιες όπως έθνος, κράτος, η χρήση συμβόλων και εννοιών οδηγεί στη στασιμότητα. Για δεκαετίες κυριάρχησε η καλλιέργειας μιας εσωστρεφούς, φοβικής ελληνικότητας, η οποία δεν κατάφερε να ερμηνεύσει και να αντιμετωπίσει τα μεταβαλλόμενα φαινόμενα. Η λατρεία στα εξωτερικά στοιχεία της ελληνικότητας, εμπόδισε την ανάπτυξη της νεωτερικότητας, αυτού που αποτελεί το κατ’ εξοχή ελληνικό παράδειγμα επιβίωσης και ανάπτυξης- από την αρχαιότητα έως την πρόσφατη ακμή της κυπριακής παροικίας στην Αλεξάνδρεια. Ειδικότητα στην Κύπρο κέρδισαν την μάχη της εσωστρέφειας και της φοβικότητας οι δυνάμεις της αμυντικής ελληνικότητας: τυποποιημένα, χωρίς κριτικό βάθος προγράμματα στο Υπουργείο Παιδείας, κυρίαρχες εικόνες ταυτισμένες με την καταγγελία και τη στροφή στο παρελθόν, δυνάμεις που θεωρούσαν ότι είναι αρκετό να αλλάξουμε τη μοίρα μας με την κατατρόπωση των εχθρών στους επιμνημόσυνους λόγους. Η εξωστρεφής ελληνικότητα δεν μπόρεσε να εκφραστεί με τρόπο στιβαρό και έγκυρο από πνευματικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αγωνιστούν γι’ αυτό. Δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τα επίθετα, σιώπησαν, αδιαφόρησαν και έδωσαν τον πρώτο λόγο στην πολιτική των αντιφάσεων.
Α. Από την μια δίνουμε ύμνους στην Ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά αρνούμαστε σε ένα ανεξάρτητο κράτος να έχει τα σχετικά εξωτερικά του στοιχεία-σημαία, κρατικό ύμνο. Αυτό προκύπτει γιατί δεν μπορέσαμε να ξεχωρίσουμε τα αυτονόητα, όπως είναι ο ταυτόχρονος σεβασμός στα εθνικά και τα κρατικά σύμβολα. Η ηθελημένη σύγχυση και η φοβική ελληνικότητα επέτρεψαν σε ένα κλειστό σύστημα αντιφάσεων να συμβάλει αποφασιστικά στην ενίσχυση της απόστασης της νήσου από τα πιο σύγχρονα έθνη και την εμφανή υστέρησή μας στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης και των ανοικτών συνόρων.
Β. Από τη μια καλλιεργούμε στις επετειακές εκδηλώσεις τις αξίες της άγονης προγονικής αρετής, αλλά δεν έχουμε απαντήσει το ερώτημα πως αυτή δεν μπόρεσε να εμποδίσει την Κύπρο να οδηγηθεί σήμερα στον οικονομικό μαρασμό και στην απειλή χρεοκοπίας. Το ρουσφέτι ως τρέχουσα πρακτική, η κατάληψη του κράτους από το κάθε φορά φιλοκυβερνητικό κόμμα, η ακραία διχαστική αντιπαράθεση για κάθε θέμα, η απουσία λέξεων όπως σύνεση και συναίνεση, η διαπλοκή και η διαφθορά, απετέλεσαν χαρακτηριστικά δείγματα γραφής που βήμα- βήμα έφεραν την Κύπρο στην σημερινή κατρακύλα. Τα λόγια χωρίς αντίκρυσμα, η διγλωσσία, η κατανάλωση της παράδοσης, δεν απαντούν στην σκληρή πραγματικότητα. Η «κλασσική» εικόνα της Κύπρου αρνήθηκε την εξέλιξη, γιατί η τυποποιημένη ελληνικότητα αποδεχόταν μόνο μια ξεπερασμένη ερμηνεία της -ουσιαστικά αρνήθηκε την πιο σημαντική διάστασή της- τη διαλεκτική εξέλιξή της σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο.
Γ. Αυτή η τυποποιημένη εσωστρέφεια βρήκε την κορυφαία στιγμή της στην περίφημη φράση «σαν την Κύπρον έν εσhει», μια φράση-στάση ζωής η οποία στηριζόμενη στην –όπως αποδείχθηκε- επιφανειακή ευημερία, περιφρονούσε τους άλλους λαούς και κατασκεύαζε μια υπεροπτική, μη ρεαλιστική εικόνα του λαού μας. Αυτή η στρέβλωση, κάτω από την πρώτη σοβαρή πίεση των διεθνών εξελίξεων κατέρρευσε εν μέσω απροσμέτρητου ανθρώπινου πόνου -κρίση, κούρεμα καταθέσεων, ισχυρή πτώση του βιοτικού επιπέδου. Αν το σύστημα αξιών που για δεκαετίες καλλιεργούσαμε ήταν ισχυρό, εύκολα θα μπορούσε να προλάβει εξελίξεις και να σχεδιάσει εναλλακτικές πολιτικές. Η απουσία πρόβλεψης, η ατολμία, ο φόβος μιας πιθανής αντίδρασης καθήλωσε το δημόσιο διάλογο στις «παραδεδεγμένες» συνθήκες και έτσι ανάμεσα σε συνθήματα και ακροβασίες φτάσαμε στον πάτο.
Δ. Η αντίληψη ότι «αγαπάμε πολύ την Δημοκρατία μας» και αγωνιζόμαστε για την περιφρούρησή της, αλλά αρνούμαστε τα ψηφίσματα του ΟΗΕ στο κυπριακό, απορρίπτουμε τις συνομιλίες με την τ/κ ηγεσία, δεν θέλουμε επαφές με τις τ/κ πολιτικές εκπροσωπήσεις, ή ζητάμε να κλείσουν τα οδοφράγματα, είναι ολοφάνερο ότι αυτά δείχνουν πως δεν αγωνιζόμαστε για την ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά ενδιαφερόμαστε για μια «διευθέτηση» που οδηγεί στη διατήρηση της σημερινής κατάστασης πραγμάτων. Ο Θουκυδίδης το προέβλεψε όταν έγραφε πως «για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, άλλαζαν και το νόημα των λέξεων». Στην πολιτική δεν μετρά μόνο το τι θέλεις αλλά πόσο εφικτούς στόχους θέτεις, αν γνωρίζεις να πείθεις τους άλλους για το δίκαιό σου και πόσο προσπαθείς με έργα, συμμαχίες και κοινωνική κινητοποίηση να υλοποιήσεις ένα σχέδιο. Δεν μπορείς λ.χ. να μιλάς για προσφυγικό κίνημα όταν για δεκαετίες είναι ένα κίνημα-σφραγίδα, αντί ένα μαχητικό εργαλείο στην επιδίωξη εφικτών στόχων και άσκησης της δημόσιας διπλωματίας των μαζικών φορέων.
Ε. Η κατανάλωση της παράδοσης, η αποφυγή της ανάληψης ευθύνης για να καθοδηγήσουμε τις εξελίξεις σε ένα πιο απαιτητικό δρόμο, έχει οδηγήσει τα πράγματα σε μια εσωστρέφεια, σε αδυναμία παρακολούθησης των εξελίξεων και αυτό εξηγεί γιατί συναντούμε σημαντικές δυσκολίες στην ορθολογική διαχείρηση των πραγμάτων. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η συμμετοχή της Κύπρου στον αγώνα κατά του ισλαμικού χαλιφάτου διαθέτει όσους υποστηρικές διαθέτει στην νήσο το ρεύμα ιδεών υπέρ του γέροντα Παϊσίου, γεγονός έκδηλα σημειωτικό ότι οι δυνάμεις του ορθολογισμού δεν αποτελούν το κυρίαρχο ρεύμα στη δημόσια αντιπαράθεση. Τα στοιχεία της ταυτότητάς μας που ισοδυναμούν με την θάλασσα, το φως και το καλό κρασί δεν στάθηκαν ικανή συνθήκη για να αντιμετωπίσουμε τα νέα διεθνή φαινόμενα και τις προκλήσεις που συνεπαγόταν η ένταξη στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ. Η εξωστρεφής, η ορθολογική ανάλυση είναι εκείνη που θα μπορέσει να βγάλει την νήσο από τη μιζέρια, την εσωστρέφεια και θα την καταστήσει έναν ενεργό παίκτη στις μεγάλες προκλήσεις του σήμερα, έναν παίκτη της δημιουργίας, της συνεργασίας και της προόδου για όλους τους κυπρίους. Η δημιουργική αξιοποίηση της μνήμης, η αξιοποίηση του εξωτερικού περιβάλλοντος, η διεύρυνση των δυνατοτήτων μιας Κύπρου που θέλει να λύσει προβλήματα για να αλλάξει τη μοίρα της, είναι η κορυφαία πρόκληση για τις δυνάμεις του ορθολογισμού και της ανατροπής.