Τι είναι σοσιαλισμός σήμερα;
Τα ερωτήματα είναι κεφαλαιώδους σημασίας: Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια συντηρητική και μια σοσιαλιστική πολιτική μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο; Υπάρχει ουσιώδης διαφορά; Πώς λειτουργεί αυτή η διαφορά σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία; Οι ιστορικές διαφορές ανάμεσα στα δύο μεγάλα ρεύματα έχουν χάσει σημαντικά μέρος από το ιστορικό περιεχόμενό τους, αλλά νέα κεφάλαια προστίθενται. Εξίσου μεγάλα και για πολλούς μάλλον δυσδιάκριτα: η θεμελιώδης αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους αποκτά νέα περιεχόμενα, η αποκέντρωση των εξουσιών εξυπηρετούν τον αγώνα για την κοινωνική συνοχή σε μια εποχή που τα σύνορα υποχωρούν. Αυτό το τρίπτυχο δεν αρκεί. Νέα φαινόμενα εμφανίζονται στο προσκήνιο και επί αυτών κρίνεται η έννοια πρόοδος-συντήρηση: η υπεράσπιση του κράτους δικαίου, η ενίσχυση των ανεξάρτητων κέντρων υπεράσπισης των ατομικών δικαιωμάτων, ο σεβασμός των προσωπικών δεδομένων, ο ευρωπαϊκός αγώνας για την δικαιότερη και ισχυρότερη ΕΕ.
Το κρίσιμο ερώτημα αναφέρεται στο πως δουλεύει μια άποψη μέσα σε ένα υπερεθνικό σύστημα προόδου όπως είναι η ΕΕ. Οι ιδεολογίες «ευρωποιούνται», συνεπώς χρειάζονται απαντήσεις σε μια εποχή με τα σημερινά χαρακτηριστικά. Μια ΕΕ που θα λειτουργεί ως μια κοινή αγορά, είναι μια ΕΕ που ευνοεί τον κόσμο των επιχειρήσεων και του μεγάλου κεφαλαίου. Μια τέτοια ΕΕ δεν μπορεί να είναι παράγοντας ισχύος στην παγκόσμια πολιτική δράση. Αυτή η ΕΕ θα είναι καθηλωμένη σε ήσσονος σημασίας επιδιώξεις, μια ΕΕ χαμηλών προσδοκιών που θα είναι διαρκώς κάτω από την επιρροή των ατλαντικών επιλογών του άξονα Λονδίνου-Ουάσιγκτον όπως έδειξε το παράδειγμα του Ιράκ. Αυτή η πορεία ανάμεσα στην πολιτική ΕΕ και την ΕΕ ως ζώνης ελεύθερων συναλλαγών είναι η πιο σημαντική διαφορά ανάμεσα στη σοσιαλιστική και τη συντηρητική θεώρηση των ευρωπαϊκών πραγμάτων. Η διαφορά δεν αφορά μόνο στο στόχο. Αφορά κυρίως την ικανότητα των ιδεολογιών να εξελίσσονται, να παράγουν συνολικά κινητήρια πρόταση που να ανταποκρίνεται στη σημερινή εποχή. Να είναι συμβατές με τον ανοικτό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Οι ιστορικές αντιθέσεις έρχονται στην επιφάνεια συχνά ως άλλοθι για όσα σήμερα δεν μπορούν να γίνουν. Η μάχη ανάμεσα στο “ποια Ευρώπη θέλουμε” δεν έχει ακόμα κριθεί. Οι ισορροπίες δεν είναι δεδομένες όπως δείχνει η περιπέτεια με το ευρωσύνταγμα , η μάχη είναι ανοικτή και ο επίλογος δεν είναι σαφής. Οι σοσιαλιστικές και προοδευτικές δυνάμεις διαθέτουν τις ιδεολογικές δυνάμεις για να δώσουν αποτελεσματικά τη μάχη για την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ γιατί είναι ένα κρίσιμο ζήτημα του κυπριακού μέλλοντος μετά την 1η Μαίου 2004. Η ΕΕ δουλεύει ήδη με δύο ταχύτητες και οι δυνάμεις που θέλουν περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη επιδιώκουν την ένταξη των κοινωνιών τους στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ δηλαδη μαζί στην πολιτική ΕΕ και την ευρωζώνη. Αυτά τα δύο πάνε μαζί, ειδικά για την Κύπρο δουλεύουν ως πρόκληση. Ζούμε σε μια ανοικτή κοινωνία, το διεθνές περιβάλλον και ιδιαίτερα η στρατηγική της ΟΝΕ “ορίζει” την έκταση και την ποιότητα των μεταρρυθμίσεων.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές βοηθούν την κυπριακή οικονομία να παράγει μεγαλύτερο κοινωνικό προϊόν, συνεπώς να έχει τη δυνατότητα για ασκήσει πολιτικές με στόχο την περισσότερη δικαιοσύνη. Οι αλλαγές αυτές προκύπτουν από το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όχι από διάθεση «υπακοής» στις κοινοτικές οδηγίες: η μετοχοποίηση ημικρατικών οργανισμών, η άσκηση διοίκησης των ημικρατικών οργανισμών χωρίς κομματικές λίστες, η εισαγωγή σύγχρονης μορφής διοίκησης σε αυτές, η ισχυροποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης με ενοποιημένες μορφές στην οργάνωσή της, η εκτέλεση σημαντικών έργων υποδομής μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ο συστηματικός αγώνας για να αντιμετωπίσουμε το κεφάλαιο «ψηφιακός αναλφαβητισμός» τόσο στον κρατικό μηχανισμό όσο και στο ατομικό/ιδιωτικό πεδίο. Η σοσιαλιστική πρόταση δεν είναι «κατά» της παγκοσμιοποίησης, όπως δεν ήταν «κατά» του νόμου της βαρύτητας. Οι επιπτώσεις από την παγκοσμιοποίηση είναι σημαντικές αλλά μπορεί να αντιμετωπίζονται μόνο μέσα στα συλλογικά ευρωπαϊκά πλαίσια, με κοινές δράσεις, όχι με πυροβολισμούς που αφήνουν τα πάντα στην ακινησία, άρα στην πλήρη κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς. Είμαστε μακριά από το στόχο μιας «δέσμης» ρυθμιστικών κανόνων που θα ελέγχουν την πορεία της παγκοσμιοποίησης, αλλά μόνο μέσω της ΕΕ μπορεί να γίνουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις και να διατυπωθούν προτάσεις για τη δημοκρατική διεύθυνσή της.