Το καθημερινό ευρωσύνταγμα της Κύπρου
Η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου προσέφερε μερικές πολύ σημαντικές ευκαιρίες για να συζητήσουμε το κρίσιμο θέμα. Γιατί επιλέγουμε ΕΟΚ/ΕΕ, τι σημαίνει αυτό για τους κύπριους εργαζόμενους, πώς δουλεύει αυτό το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα, πως εξελίσσεται.
Συνοπτικά στο παρελθόν καλές ευκαιρίες ήταν:
α) Τελωνειακή Ένωση Κύπρου – ΕΟΚ, 1986-88
β) Διπλωματικός αγώνας για αποσύνδεση της ένταξης από την λύση στο Κυπριακό- 6 Μαρτίου 1996, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι, 1999.
γ) Υπογραφή και τυπική ολοκλήρωση της ενταξιακής πορείας – 14 Απριλίου 2003, 1 Μαίου 2004.
δ) Συζήτηση για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ανάμεσα στα 25 κράτη – μέλη .Υπογραφή στη Ρώμη, ομόφωνη έγκριση του από το Υπουργικό Συμβούλιο του προέδρου Τ. Παπαδόπουλου, καθορισμός ημερομηνίας για συζήτηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 30 Ιουνίου 2005.
Οι πρώτες αυτές ευκαιρίες σαν να μην υπήρξαν. Ο ευρωπαϊκός δρόμος έμεινε να μοιάζει σαν μια σύντομη και κλειστή υπόθεση ανάμεσα σε γραφειοκράτες και ελάχιστους πολιτικούς – κυρίως στο Γραφείο Προγραμματισμού και το Υπουργείο Εξωτερικών.
Σήμερα το έλλειμμα στρατηγικής δράσης είναι μεγάλο, έστω και εάν αυτό «προκαλείται» από την επικύρωση, ή μη, της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης. Σε πολλούς πολίτες η Ε.Ε. σημαίνει ακρίβεια, ανεργία, μόνο ζημιές. Σε άλλους, δίνει την αίσθηση ότι είναι μόνο μια μέθοδος για να επιδιώξουμε ορισμένες ατομικές λύσεις σε προσωπικά αιτήματα. Ο λαός μας ελεύθερα, χωρίς καμιά εξωτερική πίεση, επιλέγει τον ευρωπαϊκό δρόμο. Αυτή η επιλογή σημαίνει γνώση του πλαισίου οργάνωσης, συμμετοχή σε αυτό, καθημερινές μάχες για τη διαμόρφωση λύσεων, διαρκή προσπάθεια διεκδικήσεων και παραχωρήσεων ανάμεσα στα κράτη – μέλη, συμμετοχή στις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές.
Δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι με βάση την έως τώρα εμπειρία η Κύπρος κολυμπά στο ευρωπαϊκό σύστημα με ικανοποιητικές πολιτικές δράσεις. Η περίπτωση του ευρωσυντάγματος είναι το κλειδί για να ερμηνεύσει κανείς τα ουσιώδη: ελάχιστη συζήτηση , ακόμα πιο λίγη η αίσθηση της ανάγκης για δημόσιο διάλογο, όλα στο πόδι. Αυτό δεν είναι απλώς μια αβλεψία. Τώρα όλα αυτά έχουν κόστος, προσθέτουν ή αφαιρούν δυνάμεις στη κοινωνία μας, δημιουργούν ή όχι υπεύθυνες συμπεριφορές, αυτές που προκύπτουν από τη γνώση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος.
Η συζήτηση στη βουλή στις 30 Ιουνίου θα έπρεπε να ήταν μια κορυφαία στιγμή μιας δημόσιας συζήτησης όπου τα κόμματα, τα συνδικάτα, και με τη συμβολή εμπειρογνώμων θα έδιναν κατευθύνσεις, σκέψεις, σχέδια επιλογών. Ελάχιστα έγιναν γι’ αυτό και η συζήτηση για το ευρωσύνταγμα μάλλον θα υποταχθεί σε επί μέρους κομματικές στοχεύσεις παρά να αναδειχθεί σε κινητήρια δύναμη προσαρμογής σε αυτό το πολύπλοκο ευρωπαϊκό σύστημα δράσης.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και χαρακτηριστικά: αλλαγές που «ελέγχουν» επαγγελματικές δράσεις και κανόνες, διακίνηση ανθρώπινου δυναμικού, κανονισμοί σε πλήθος από καθημερινές δραστηριότητες. Η δυσαρέσκεια για την Ε.Ε. σε πολλούς κυπρίους πολίτες είναι ιδιαιτέρως αισθητή. Εάν η δυσαρέσκεια είναι εξηγήσιμη στον απλό πολίτη, δεν δικαιολογείται να παίζει το ρόλο μιας δεξαμενής ψήφων διαμαρτυρίας για τις πολιτικές δυνάμεις. Οι πολιτικές δυνάμεις εξηγούν, διαμορφώνουν πλαίσια αγώνα, διεκδικούν, πείθουν, κινητοποιούν δυνάμεις για να λύσουν προβλήματα. Διαφωνούν, απορρίπτουν, έχουν αντιρρήσεις μέσα στο πλαίσιο της διεκδίκησης μιας ορισμένης λύσης ανάμεσα στα κράτη – μέλη. Με διεκδικήσεις και συμβιβαστικές λύσεις ανάμεσα στους εταίρους.
Οι εργαζόμενοι έχουν κάθε δικαίωμα στη γνώση και τη δράση. Η πολιτική υπευθυνότητα ζητά να δούμε λίγο έξω από τον διάσημη ομφαλοσκόπιση μας: σε μια κοινωνία όπου οι έννοιες συλλογική δράση και αλληλεγγύη είναι μακρινοί στόχοι, χρειάζεται ακόμα πιο πολλή δουλειά για να τρέξουμε με επιτυχία στην ευθεία γραμμή.