Το στοίχημα της 3ης Σεπτεμβρίου.
Οι συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ με έναρξη την 3η Σεπτεμβρίου είναι μια χρήσιμη διαδικασία. Οι δύο ηγέτες διαθέτουν τη δική τους οπτική στα πράγματα, διαθέτουν μακρόχρονη επικοινωνία και είναι αναγκαίο να επιχειρήσουν τη δική τους αυτοτελή προσπάθεια για λύση με τα δικά τους πολιτικά υλικά. Οι τρεις συναντήσεις τους το 2008 έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο συμφωνία και πάνω σε αυτό θα ακολουθήσουν σκληρές και επίπονες διαπραγματεύσεις. Η 3η Σεπτεμβρίου αποτελεί το δημιουργικό στοίχημα για τον πρόεδρο Χριστόφια. Η ε/κ κοινή γνώμη εγκρίνει με μεγάλο ποσοστό τους έως τώρα χειρισμούς του στο κυπριακό και εκτιμώ ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την προσπάθειά του. Ουδείς ε/κ παραγνωρίζει δυσκολίες και προβλήματα. Αυτά όμως αποτελούν και ένα επιπλέον κίνητρο για να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για συνολική πρόοδο.
Ο Επίτροπος για τη Διεύρυνση Όλι Ρεν («Μιλλιέτ», 24/8) εξέφρασε τη άποψη «η Τουρκία να στηρίξει τις απευθείας συνομιλίες μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο που θα αρχίσουν στις 3 Σεπτεμβρίου». Θέλοντας δε να τονίσει περισσότερο τη σημασία μιας θετικής κατάληξης των συνομιλιών τόνισε ότι «μια ενωμένη Κύπρος είναι προς όφελος των Κυπρίων αλλά και της ΕΕ». Η ενταξιακή διαδρομή της Τουρκίας και η πολιτική της στο κυπριακό είχαν και έχουν μια ισχυρή διασύνδεση και ο κωδικός Ρεν («μια ενωμένη Κύπρος είναι προς όφελος της ΕΕ») αποτελεί μια σαφή προειδοποίηση προς την κατοχική δύναμη.
Την ίδια περίοδο ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκος Κυπριανού (21/8) δήλωσε ότι «εάν η Τουρκία αποτύχει να δείξει πρακτική υποστήριξη στην ανανεωμένη διαδικασία για την επανένωση… τότε θα επανεξετάσουμε τη γενική μας πολιτική απέναντι στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ».
Ωστόσο, έτσι όπως διαμορφώνεται η σημερινή ατζέντα στην προσπάθεια για λύση του κυπριακού με αφετηρία την 3η Σεπτεμβρίου θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι όλοι οι παίκτες του κυπριακού στη θέση τους. Η παρουσία της ΕΕ με δικό της αντιπρόσωπο στις συνομιλίες για το κυπριακό θα υπογράμμιζε τη βαρύτητα που δίνει η ΕΕ στην επίλυση ενός ευρωπαϊκού προβλήματος όπως το κυπριακό. Επίσης θα έδινε την ευχέρεια στην ΕΕ να έχει την πλήρη γνώση των φακέλων, να δίνει πολιτική ομπρέλα στις προσπάθειες και να παρέχει εναλλακτικές προτάσεις πάνω σε σημαντικά ζητήματα της διαπραγμάτευσης. Οι δηλώσεις Μ. Κυπριανού είναι θετικές αλλά η διαπραγμάτευση σήμερα προχωρά χωρίς ένα ευρωπαίο συντονιστή. Η επιλογή του ΟΗΕ να ορίσει τον αυστραλό τέως Υπουργό Εξωτερικών Α. Ντάουνερ ως αντιπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ, θα μπορούσε να συνδυαστεί με το διορισμό αντιπροσώπου της ΕΕ στις συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού. Αυτός ο συνδυασμός θα παρείχε περισσότερες πιθανότητες για θετική κατάληξη των συνομιλιών.