Τουρκία και Ευρώπη
ΟΑττατούρκ «ζύμωσε» τις μεταρρυθμίσεις του μέσα στις ιδέες της Δύσης. Μετά τις νίκες στον «πόλεμο της ανεξαρτησίας» (1919-1922) μια εκτεταμένη προσπάθεια μεταβολών στη τουρκική κοινωνία (δεκαετία 1923-33) γίνεται η δύναμη μέσα από τα έξι βέλη της. Τα έξι δηλαδή κομμάτια των μεταρρυθμίσεων του Κεμάλ που ενώ έφεραν και έξι διαφορετικούς τίτλους – ρεπουμπλικανισμός, εθνικισμός, λαϊκισμός, κρατικισμός, λαίκευση, μεταρρυθμισμός – εντούτοις έρχονταν από τον ίδιο πολιτικό δρόμο. Είχαν μια περίπου όμοια πηγή έμπνευσης: τη Δύση και τις αξίες της. Αυτό που οι κεμαλικοί θεωρούσαν πως ήταν η αναγκαία «ένεση» ώστε ο κοινωνικά ασθενής (Τουρκία) να ανακτήσει δυνάμεις και να μπει στον κόσμο της προόδου και της ανάπτυξης.
Ήταν εντυπωσιακό: στην πιο κρίσιμη στιγμή της η Τουρκική Δημοκρατία είχε λόγους να παίξει ένα αντιδυτικό χαρτί – δυτικές προσπάθειες για διαμελισμό της. Ωστόσο η ηγετική ομάδα του στρατού με επικεφαλής τον Κεμάλ, πίστευε πως το μέλλον της Τουρκίας βρισκόταν στον εκδυτικισμό της. Έστω και αν επιβαλλόταν με διατάγματα, έστω και αν ήταν ένας εκδυτικισμός με το μαστίγιο. Αυτή η μικρή αναφορά στα γεγονότα του ’20 εξηγεί αλλά και υπογράφει έναν τρόπο σκέψης που έχει βαθιές μνήμες στον τουρκικό χώρο. Έρχεται από πολύ παλιά. Η Δύση, ασκούσε μια αντιφατική γοητεία στους τούρκους αξιωματούχους, σήμερα στην ελίτ, αύριο σε περισσότερα τμήματα των πολιτών της Τουρκίας…
Δισταγμός και Γοητεία
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία (διανοούμενοι, γραφειοκρατία, αξιωματικοί κλπ) και στη Δύση δείχνουν πως έχουν τον δικό τους κύκλο των αξιών: Η Δύση αποτελεί για πολλούς Τούρκους το μοντέλο που πρέπει να γίνει, αλλά δεν ξεχνούν πως αυτή η ίδια η Δύση υπήρξε το βασικό αίτιο για να χάσουν το αυτοκρατορικό τους σκήπτρο. Ήταν οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης που αποφάσισαν τον ιστορικό διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό, αλλά και άλλες ενέργειες της Δύσης «αντιτουρκικού» χαρακτήρα έκαναν πολλούς Τούρκους να στέκονται με επιφυλάξεις ή και αρνήσεις απέναντι στη Δύση. Δεν ξεχνούν πως η χριστιανική Δύση έχει ακόμα ένα λόγο να μην «συμπαθεί» το μουσουλμανικό χαρακτήρα της Τουρκίας. Η θρησκευτική διαφορά εκτείνεται και στην κοινή γνώμη των Δυτικών χωρών κάτι που δεν αρέσει καθόλου στους Τούρκους. Μέσα σ’ αυτούς τους τρόπους (δισταγμοί και καχυποψία γι τα ελατήρια των Δυτικών) ένα συμπαγές τμήμα του τουρκικού πληθυσμού (τουλάχιστον 10%, όσο τα ποσοστά του κόμματος της Ευημερίας – Μ. Ερμπακάν) εκφράζει αυτόν τον ιστορικό δισταγμό απέναντι στη Δύση κάνοντας λόγο για μια Δύση – μπαμπούλα που είναι έτοιμη να συνεχίσει το παλαιό έργο της. Ταυτόχρονα εκείνες οι ομάδες των διανοουμένων που επηρεάζουν με ποικίλους τρόπους τα κέντρα λήψης των αποφάσεων είναι στενά δεμένες με δυτικές αξίες – ντύσιμο, συμπεριφορά, λειτουργία των θεσμών – σε βαθμό που δεν υποφέρουν (ή και αντιπαθούν;) αυτούς τους τούρκους επαρχιώτες που επιμένουν να ζουν σε κόσμους και νοοτροπίες «ανατολίτικου» τύπου.
Αυτό το αντιφατικό ταγκό ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρώπη έχει όλα τα γνωρίσματα ενός πολύπλοκου πολιτικού παιχνιδιού. Θέσεις και αντιθέσεις, στρατηγικοί και οικονομικοί υπολογισμοί, θρησκευτικές όψεις, σελίδες ιστορίας. Αυτό το πανηγύρι της πολιτικής πήρε όνομα και βούληση. Στις 14 Απριλίου 1987 η Τουρκία κατέθεσε στις Βρυξέλλες αίτηση για να γίνει πλήρες μέλος της ΕΟΚ.
Πολιτικές κινήσεις
Έτσι η Τουρκία έκανε την επόμενη κίνηση. Όταν από τον Ιούλιο του 1963 λειτουργούσε η συμφωνία σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας, μια σειρά από λόγοι, ιδιαίτερα όμως η επιβολή της δικτατορίας του Κ. Εβρέν (1980), έκαναν αυτή τη συμφωνία μεταβλητή σε βασικά της σημεία. Όταν σε επόμενο χρόνο τα λεγόμενα μέτρα «επαναφοράς» της δημοκρατίας – εκλογές, δημοψήφισμα – έγιναν πράξεις, τότε αποκαταστάθηκε ένας αποδοτικότερος διάλογος ανάμεσα στις Βρυξέλλες και την Άγκυρα. Οι απορίες, ωστόσο, είναι πρωταγωνιστικά παρούσες. Πώς μια χώρα με Αττίλες και κοινωνικές καθυστερήσεις, με κατά κεφαλήν εισόδημα τρεις και τέσσερις φορές πιο κάτω από τους ουραγούς της ΕΟΚ, με τους στρατηγούς στο τιμόνι, διεκδικεί με διπλωματικό θράσος, θέση στον κόσμο της ΕΟΚ; Τι σημαίνει η κίνηση της 14ης Απριλίου 1987;
Α) Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί πως η στρατηγική θέση της Τουρκίας αναγκάζει πολλούς να κάνουν και πράγματα που υπό άλλες συνθήκες, δεν θα ήθελαν. Η πολιτική βαρύτητα του τουρκικού χώρου υπολογίζεται σοβαρά – σοβαρότερα σε σύγκριση με τον ελλαδικό – και η Τουρκία το γνωρίζει αυτό καλύτερα από όλους: σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση, έλεγχος των στενών στα Δαρδανέλια, πλάτες στη Μ. Ανατολή, γραμμή «άμυνας» απέναντι στο Χομεϊνισμό, ικανή διπλωματική μηχανή. Με άλλα λόγια η γεωπολιτική σημασία του τουρκικού χώρου αποτελεί ένα «κλειδί» πρώτης γραμμής που αξιοποιείται κατά κόρον από την τουρκική διπλωματία. Με όρους «καθημερινότητας»: έχουμε μεν προβλήματα, είμαστε μια κοινωνικά καθυστερημένη χώρα, αλλά χωρίς εμάς η Δύση θα έχανε έναν πολιτικό κόμβο στρατηγικής σημασίας. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα «κλασσικό» επιχείρημα της Τουρκίας που μπροστά του φαίνεται πως «υποκλίνονται» οι μεγάλες δυνάμεις της Δυτικής Συμμαχίας. Λεν συχνά οι Τούρκοι διπλωμάτες: Για σύμμαχοι κάνουμε. Γιατί όχι και μέλη της ΕΟΚ; Αυτά τα δυο πάνε μαζί.
Β) Πόσες χώρες στην εποχή του εντεινόμενου εμπορικού ανταγωνισμού, θα μπορούσαν να μείνουν απαθείς όταν μπροστά ανοίγεται μια αγορά 50 εκατομμυρίων ανθρώπων; Βλέπουν την Τουρκία ως μια τεράστια αγορά καταναλωτικών προϊόντων που σε σύντομο χρονικό διάστημα θα αποτελεί ένα γίγαντα της κατανάλωσης. Αλλά και ως τώρα όπου μπορούν να κάνουν έργα μεγάλης σημασίας λ.χ. γέφυρες στο Βόσπορο, πωλήσεις στρατιωτικού υλικού, μεγάλα φράγματα, επενδύσεις ποικίλου είδους. Ήδη το από παλιά νεύμα της Δ. Γερμανίας (πρώτη παρουσία από τη Δ. Ευρώπη στην Τουρκία) ακολουθεί σε ψηλό βαθμό η Μ. Βρετανία και σε μικρότερο η Γαλλία.
Γ) Αυτά τα δυο σημεία εξηγούν και πράγματα παράδοξα. Μερικές δυνάμεις μέσα στην ΕΟΚ θέλουν να έχουν διαρκή διάλογο με την Άγκυρα ακριβώς γιατί θεωρούν πως η Ευρώπη πρέπει- στρατηγικά – να ολοκληρωθεί μέχρι τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Μπορεί, ισχυρίζονται, η Τουρκία να κινείται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, γι’ αυτό είναι ευρωπαϊκό καθήκον να «κερδηθεί» η Τουρκία με τη συμμετοχή της στον ευρωπαϊκό κόσμο. Να κινηθεί δυτικά για να έχει η Δύση ανατολική πολιτική με ρεαλιστικούς όρους.
Τα πολλά προβλήματα
Τα όσα λειτουργούν υπέρ της τουρκικής περίπτωσης έχουν ένα μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Αποτελούν τα στοιχεία που δίδουν μιαν αυτοπεποίθηση στους διπλωμάτες της Άγκυρας, αλλά πάντοτε σε επίπεδο μακροπολιτικού σχεδιασμού. Γι’ αυτό και στο σημείο αυτό αρχίζουν τα προβλήματα της Τουρκίας που και πολλά είναι και (κυρίως) έχουν ένα μειονέκτημα ισχυρών προδιαγραφών. το πολιτικό οικονομικό και κοινωνικό της συγκρότημα, δηλαδή την ίδια την Τουρκία.
1) Η δημοκρατική διαδικασία έχει αντικατασταθεί από μια ιδιότροπη «στρατοδημοκρατία» που αποκλείει λειτουργικά την πλήρη ανάπτυξη του πολυκομματισμού ακριβώς γιατί έχει δομηθεί με προδιαγραφές υψηλού πυρετού – κουρδικό ζήτημα, αρμενική γενοκτονία, Αττίλες, επεκτατισμός. Γι’ αυτό όσα βήματα «αποκατάστασης» της δημοκρατίας και αν γίνουν, μένει πάντοτε το μέγα ερώτημα – κλειδί για την τουρκική περίπτωση: ποιος θα αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του έθνους; Η βούληση του λαού ή οι επιλογές του στρατού; Οι σκέψεις και η θέληση της πλειοψηφίας ή οι αρχές και τα δόγματα του Κεμαλισμού; Αν η τουρκική περίπτωση μένει προσκολλημένη σε νοοτροπίες άλλων εποχών τότε θα ανακυκλώνει τα αδιέξοδα της. Γιατί οι επιλογές της πλειοψηφίας του τουρκικού λαού μπορεί να ξαναθεωρηθούν ως ευρισκόμενες έξω από τις αρχές του Κεμάλ. Και τότε; Νέος Εβρέν και νέος Σωτήρας;
Αυτός ο τουρκικός φαύλος κύκλος, αν δεν κλείσει και μάλιστα και με σαφείς συνταγματικές ρήτρες, τότε τα πράγματα δεν θα ομαλοποιούνται καθιστώντας έτσι το δρομολόγιο Άγκυρας – Βρυξέλλες πιο πολύπλοκο και σαφώς πιο αργοκίνητο. Το ζήτημα «δημοκρατία στην Τουρκία» αποτελεί το πρώτο εμπόδιο για την πάρα πέρα ανάπτυξη των τουρκοκοινοτικών σχέσεων. Ένα εμπόδιο με δυο βασικές διευθύνσεις: από τη μια υπάρχει το κυνικό του πράγματος. Κυβερνήσεις (λ.χ. Δ. Γερμανία – Μ. Βρετανία) ασκούν τις σχέσεις τους με την Τουρκία χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την κατάσταση στο εσωτερικό της. Προέχουν άλλα: H ασφάλεια της Δύσης, οι επενδύσεις κλπ. Από την άλλη υπάρχουν συλλογικά όργανα και θεσμοί στον κοινοτικό χώρο όπου οι οικουμενικές αξίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το ευρωπαϊκό ιδεώδες τυγχάνει μιας καλύτερης τύχης. Εκεί η Τουρκία δέχεται πιέσεις και συναντά μια άλλη ατμόσφαιρα συγκριτικά πιο αποτελεσματική. Είναι χαρακτηριστικό πως στο Ευρωκοινοβούλιο, η Τουρκία καταδικάστηκε για την γενοκτονία των Αρμενίων πολύ πρόσφατα – 1987. Πλευρές ή μέλη του ευρωκοινοβουλίου σε δημόσιες αναφορές τους μιλούν με μελανά χρώματα για την κατάσταση στην Τουρκία Σε γενικές γραμμές, εκεί όπου οι σκοπιμότητες παίζουν τον πρώτο ρόλο η Τουρκία έχει καλή παρουσία. Εκεί όπου τυγχάνουν σεβασμού το δίκαιο και οι πανανθρώπινες αξίες η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Στον κοινοτικό χώρο και εφόσον γίνεται πράξη το αίτημα για απόκτηση περισσοτέρων εξουσιών από τα αντιπροσωπευτικά σώματα (λ.χ. Ευρωκοινοβούλιο) τότε η Τουρκία θα έχει ν’ αντιμετωπίσει σοβαρότερα πράγματα.
2) Η κοινωνική και οικονομική καθυστέρηση της Τουρκίας όπως και ο Ισλαμικός χαρακτήρας της, αποτελούν ένα ομοειδές πακέτο προβλημάτων που σε κάθε στάδιο διαλόγου με την ΕΟΚ θα έχουν θέση επίσημη: πληθωρισμός που τρέχει στο 80%, ημερομίσθια που βρίσκονται δύο και τρεις φορές κάτω από το όριο μιας στοιχειώδους διαβίωσης, εξωτερικό χρέος (40 δις. δολάρια). Η οικονομική πολιτική του Τ. Οζάλ έχει πάντως σοβαρούς φίλους στον ΕΟΚικό χώρο, πλην όμως με τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του περασμένου Μαρτίου, έχει εν μέρει και αυτή υποταχθεί στις σκοπιμότητες ή στις λογικές μιας εκλογικής ανάκαμψης του ΑΝΑΡ.
Θέματα Στρατηγικής
Το ταγκό ανάμεσα στην Τουρκία και τις Βρυξέλλες έχει σαφώς προσδιορισμένο δρομολόγιο. Τη θέληση των δυο πλευρών, για να φέρουν πιο κοντά τις πολιτικές τους τύχες. Σε χρόνο που δύσκολα προσδιορίζεται γιατί τώρα προέχουν άλλα: η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για τις Βρυξέλλες, η βελτίωση του επικοινωνιακού επιπέδου για την Άγκυρα. Ωστόσο, το μακροπρόθεσμο του πράγματος δηλαδή ο διάλογος των χωρών για το 2000, εκφράζει τις πρακτικές δυσκολίες σε τακτικό επίπεδο.
Η κίνηση της Άγκυρας στις 14 Απριλίου ’87 από πολλούς θεωρείται ως πρόωρη ή λογίζεται και ως λάθος βήμα. Ασφαλώς και η Άγκυρα γνώριζε τις δυσκολίες του πράγματος. Όταν έκανε την αίτηση δεν έπραξε το βήμα της τύχης. Θέλησε περισσότερο να εκφράσει τον εθνικό σχεδιασμό της, να διατυπώσει ένα ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, να επιτύχει έναν ευρωπαϊκό «αέρα» στις κινήσεις της. Για ποικίλους λόγους η Λέσχη των Στρατηγών και τα τρία μεγάλα κόμματα συμφώνησαν στην κίνηση ΕΟΚ. Επομένως υπάρχει για τη χώρα, μια ευρύτατη συναίνεση που καλύπτει και το μικρότερο κόμμα της «Δημοκρατικής Αριστεράς» του Μ. Ετσεβίτ. Μένει υπό συζήτηση το μέγα ερώτημα: Η Τουρκία το γνωρίζει και ως ένα βαθμό φαίνεται να το αποδέχεται πως η επιλογή ΕΟΚ έχει ένα κόστος που οφείλει να καταβάλει μέχρι την τελική συνένωση. Μέχρι ποιου βαθμού όμως είναι σε θέση (ή επιλέγει) να πληρώσει αυτό το κόστος; Ο Μ. Ετσεβίτ λ.χ. εκφράζει τις σκέψεις του: «Δεν πρέπει να δώσουμε (η Τουρκία) την εντύπωση στους εταίρους μας στη Δύση ότι αποδίδουμε τόση μεγάλη σημασία στην πλήρη σύνδεση, γιατί τότε πολλές χώρες μπορεί να το εκμεταλλευτούν…» Οι υπαινιγμοί Ετσεβίτ είναι σαφείς. Ο πολύς Μ. Σοϋσάλ γράφει στη «Μιλλέτ» (Απρίλιος ’89) πως το θέμα «Τουρκία – ΕΟΚ, έχει και μια άλλη πλευρά, πολύ σημαντική, που είναι η απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας και των σχεδιασμένων εθνικών στόχων. Κανένας δεν ασχολείται με αυτή την πλευρά της υπόθεσης…» Σχόλια του τουρκικού τύπου κάνουν λόγο για επιστροφή των Ελλήνων στην Τουρκία – ελεύθερη διακίνηση ευρωπαίων – ή και για αναζωπύρωση του Αρμενικού. Οι κατά Σοϋσάλ «σχεδιασμένοι εθνικοί στόχοι» αν διατηρηθούν πλήρως όπως π.χ. ήταν στη δεκαετία του ’60 ή του ’70 περικλείουν το βέβαιο μιας ευρύτερης απομόνωσης της Τουρκίας και μερικού αποκλεισμού της από το ευρωπαϊκό παιχνίδι. Εδώ και το ζήτημα του «κόστους». Οι κατά Σοϋσάλ σχεδιασμένοι εθνικοί στόχοι άλλοτε περισσότερο κι’ άλλοτε λιγότερο έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές που οφείλει ν’ αποδεχθεί η Άγκυρα σαν μια απαραίτητη διαδικασία για την πλήρη ένταξη της στην ΕΟΚ.
Το ζήτημα «κόστος» φαίνεται πως δεν έχει μέχρι τώρα απαντηθεί ή πολύ δύσκολο απαντάται από τους τούρκους ιθύνοντες. Τους απασχολεί πάντως, είναι μέγα θέμα γι’ αυτούς, δοκιμάζουν διάφορες τακτικές, επιχειρούν μεθοδεύσεις που υποβιβάζουν το μέγεθός τους. Πάντως υπάρχει ποικιλία θέσεων μέσα στην πολιτική ηγεσία και αυτό από μόνο του είναι γεγονός άξιο λόγου. Σε ορισμένα σημεία φαίνεται πως κυριαρχούν και «προσωπικές» στρατηγικές λ.χ. όψεις του Νταβός. Αυτός ο κόσμος των τουρκοκοινοτικών σχέσεων αποτελεί ένα ευρύ πεδίο άσκησης στην πολιτική διαδικασία ο οποίος αφορά κατά πολύ επίπεδο τρόπο και την Κύπρο, το παρόν και μέλλον της. Γι’ αυτό ο διάλογος γύρω από τα θέματα αυτά είναι μια μικρή συμβολή σε μια μεγάλη υπόθεση. Αυτήν του τριγώνου Κύπρος – Τουρκία – ΕΟΚ, και δι’ αυτού λόγος για την Κυπριακή Ελευθερία.
Εφημερίδα, ο Κήρυκας