Τραγωδία με αιτία
Σε μια εποχή με ειδικά χαρακτηριστικά, η πραγματικότητα δημιουργεί ενδιαφέρουσες εικόνες, σκέψεις και δράσεις. Στη συζήτηση για το «ελληνικό ζήτημα» τα επίθετα, οι χαρακτηρισμοί, συχνά αντικαθιστούν την ουσιαστική συζήτηση, συχνά παραβλέπουμε τα αυτονόητα και η συζήτηση χάνει τη βασική της ύλη που συνιστά η συζήτηση πάνω σε πραγματικά δεδομένα. Έτσι δύσκολα θα καταλήξει κάπου μια συζήτηση όταν από τη μια έχουμε τη μάχη του καλού (Έλληνα) έναντι του κακού (Ευρωπαίου), της μάχης ανάμεσα στο (ελληνικό) φως και το (ευρωπαϊκό) σκότος.
Εξαρχής θεώρησα ότι η βασική αιτία της κρίσης βρίσκεται στις ελληνικές πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση χρέους (κυρίως η περίοδος διακυβέρνησης Κ. Καραμανλή, 2004-2009) και στην ανάποδη πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης από τους διαχειριστές της (Γ. Παπανδρέου, Α. Σαμαράς). Η αλόγιστη πολιτική προσλήψεων από τη ΝΔ σε συνδυασμό με την απροθυμία για διαρθρωτικές αλλαγές έφεραν τα δημόσια οικονομικά σε αδιέξοδο (κατ’ ευθείαν πορεία για αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές, ετοιμασία για προσφυγή στον μηχανισμό της τρόικας). Η εφημερίδα «Τα Νέα», στις 9 Φεβρουαρίου 2013, γράφει ότι «ένα δεύτερο δημόσιο δημιούργησε η Νέα Δημοκρατία στα πέντε χρόνια της διακυβέρνησης Καραμανλή, στήνοντας βιομηχανία προσλήψεων που ξεπέρασαν τις 865.000. Οι περισσότερες μάλιστα από τις μισές (57%) έγιναν με αδιαφανείς διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ, καθώς αφορούσαν συμβασιούχους έργου ή ορισμένου χρόνου. Έτσι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πεντέμισι χρόνια κατά 130 δισ. ευρώ, από 95,4% του ΑΕΠ το 2003, σε 129,4% στα τέλη του 2009». Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και σε συνδυασμό με τη διεθνή διάσταση της κρίσης, ο Κ. Καραμανλής έσπευσε να παραδώσει στον επόμενο το 2009.
Στη συνέχεια ο Γ. Παπανδρέου επέλεξε μια συνταγή που επέτεινε τα αδιέξοδα και πολλαπλασίασε την κοινωνική έκρηξη: αντί για μια στοχευμένη πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων του δημοσίου, αντί για κλείσιμο άχρηστων οργανισμών, αντί αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου, αντί του οριστικού τερματισμού των «κλειστών επαγγελμάτων», αντί ενός εκτεταμένου προγράμματος μετοχοποιήσεων, αντί ενός σοβαρού προγράμματος αποκρατικοποιήσεων σε τομείς που το ελληνικό κράτος συσσώρευε δις από ελλείμματα, επέλεξε τη λύση του «πάτημα στο κομπιούτερ, κάτω οι μισθοί, κάτω οι συντάξεις». Την ανάποδη πολιτική ακολούθησε και ο Α. Σαμαράς, αφού πρώτα διέγραψε και έναν κύκλο γύρω από τα αντιμνημονιακά Ζάππεια. Γιατί ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο; Γιατί, δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να έρθουν σε σύγκρουση με το εκτεταμένο δίκτυο των πελατειακών σχέσεων που τα δύο «παλαιά» κόμματα εξέθρεψαν (αν το έκαναν στην ουσία θα αναιρούσαν τον βασικό πυρήνα της εκλογικής τους επιτυχίας). Θυμίζω ότι αυτές οι δύο δυνάμεις μαζί (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) εμπόδισαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές όταν πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Σημίτης (λ.χ. ασφαλιστικό, μετοχοποιήσεις) ή κορυφαίες πολιτικές εκσυγχρονισμού όπως η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Τι έγινε στα χρόνια της κρίσης; Απώλεια μισθών και συντάξεων, απίστευτη μεταφορά πόρων που προέκυψαν από τις περικοπές στους μισθούς για να υποστηριχθεί το πρόγραμμα της πρόωρης εξόδου εργαζομένων από το δημόσιο, πρακτικά, ποταμός δις στον Πίθο των Δαναΐδων. Αυτή η πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης, αντί να δώσει λύσεις, πολλαπλασίασε την κοινωνική δυστυχία γιατί ήταν οικονομικά αδιέξοδη, κοινωνικά άδικη και πολιτικά ανορθολογική. Αντί να στηρίξει με στοχευμένες πολιτικές τα πιο αδύναμα στρώματα του πληθυσμού, τα εξόντωσε αφήνοντας στο απυρόβλητο την κομματική ελίτ των «ρετιρέ», συγκαλύπτοντας τη βαριά βιομηχανία του πελατειακού κράτους, αδιαφορώντας για τη σημασία των διαρθρωτικών αλλαγών και αδυνατώντας να ασκήσει πραγματική φορολογική πολιτική. Αυτή την δίκαιη κοινωνική οργή αξιοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ και μεγιστοποίησε τα εκλογικά του οφέλη. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε την κατάσταση και κανένας πολιτικός δεν δικαιολογείται να λέει «παρέλαβα καμένη γη», άλλωστε το μοτίβο αυτό έσβησε εδώ και χρόνια από την συνεπή χρήση του.
Σήμερα μια σημαντική μερίδα πολιτών θεωρεί ότι η κρίση είναι το εργαλείο για να γονατίσουν οι ξένοι το ελληνικό έθνος, αυτό, ωστόσο, παλεύει τόσους αιώνες «ανάδελφον», δείχνοντας ότι η «εθνική μας μοναξιά» μπορεί να νικήσει κάθε εμπόδιο φτάνει να πιστεύει στο δίκιο του. Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Οι ελληνικές πολιτικές ελίτ έκλειναν τα μάτια και τα αυτιά στη γύρω μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και σαμπόταραν κάθε πρόταση εκσυγχρονισμού, αγνοώντας υποδείξεις της ΕΕ και σπαταλώντας απίστευτο αριθμό ευρωπαϊκών προγραμμάτων σε επιδοτήσεις και μπόνους. Έχουν ευθύνη τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για αυτή την εξέλιξη; Ασφαλώς και έχουν, με πρώτη ευθύνη στην υπό τον Μπαρόσο Επιτροπή η οποία κάλυπτε κατά τρόπο αδιανόητο την σταδιακή πορεία προς τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, έναντι μιας ευτελούς πολιτικής υποστήριξης που ετύγχανε από τη ΝΔ στα θέματα της επανεκλογής του για δεύτερη θητεία στην προεδρία της Επιτροπής.
Τα κράτη αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με βάση την κουλτούρα τους ή τις δυνατότητες των ηγετών τους. Στη δική μου κρίση, η λύση θα έπρεπε να ήταν ελληνική, όπως επέλεξε να κάνει η Ισπανία και όπως έκανε με επιτυχία η Ελλάδα με πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου και Υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Κ. Σημίτη από το 1985 έως το 1987. Έως το 1987 καθώς, ως γνωστόν, ο Κ. Σημίτης υπέβαλε την παραίτησή του μετά το περίφημο «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα». Η πολύτιμη εμπειρία από το επιτυχημένο πρόγραμμα σταθεροποίησης 1985-87 βρίσκεται στο βιβλίο «Η πολιτική της οικονομικής σταθεροποίησης», (Ν. Γκαργκάνας, Τ. Θωμόπουλος, Κ. Σημίτης, Γ. Σπράος), εκδόσεις «Γνώση», 1989. Πολιτικές ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού με στήριξη από επαρκείς τεχνοκράτες. Τίποτα από αυτό δεν έμεινε ως παρακαταθήκη-ακόμα και το ΠΑΣΟΚ δεν έμαθε κάτι. Πολιτικοί εγκλωβισμένοι στις προσωπικές τους δοξασίες, αδύναμοι να συλλάβουν το μέγεθος της ευθύνης, απλά κατώτεροι των περιστάσεων, οδήγησαν την Ελλάδα στη σημερινή τραγωδία.