Διπλωματία και συναίνεση.
Είναι απολύτως χρήσιμο σε πολιτικούς αγώνες που δίνουν μικρές (Κύπρος) ή μεσαίου επιπέδου χώρες (Ελλάδα) ορισμένες επιλογές ή διπλωματικά πλεονεκτήματα να αποτελούν ένα πολιτικό κεκτημένο για ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις. Όποτε γινόταν αυτό τα κέρδη ήταν περισσότερα γιατί υπήρχε μια ευρεία σύγκλιση απέναντι σε μια συγκεκριμένη απειλή ή δυσκολία. Δυστυχώς, όμως, στο παρελθόν είχαμε και το αντίθετο. Μια πρόοδος που επιτύγχανε μια κυβέρνηση, δεν είχε συνέχεια από την επόμενη γιατί η διάκριση στον προηγούμενο χρόνο ήταν «μαύρο-άσπρο». Έτσι η αντιπολίτευση όταν γινόταν κυβέρνηση ήταν εγκλωβισμένη στη δική της προεκλογική συνθηματολογία με αποτέλεσμα κρίσιμες, συνεκτικές δυνατότητες να χαθούν στο πλαίσιο του μικροκομματικού ανταγωνισμού.
Στην πρώτη περίπτωση θεωρώ λ.χ. ότι ο Α. Παπανδρέου με αξιοπιστία συνέχισε την πολιτική του Κ. Καραμανλή απέναντι στις τουρκικές απειλές στο Αιγαίο όπως η αδιάλειπτη απομάκρυνση των τουρκικών πολεμικών αεροπλάνων έξω από τον ελληνικό εναέριο χώρο ή η θέση για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Στη δεύτερη, την ανάποδη περίπτωση, εκτιμώ ότι με χαρακτηριστική ευκολία ο νυν πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής άφησε στο περιθώριο την κληρονομιά του Ελσίνκι για το Αιγαίο (κείμενα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι, το 1999, που προέβλεπαν προσφυγή στη Χάγη εάν ως το 2004 η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έβρισκαν μεταξύ τους λύση).
Στην Κύπρο θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά παραδείγματα από τη συνολική ιστορία του κυπριακού. Σκοπιμότητες για εσωτερική κατανάλωση ή και δημαγωγία μεγάλου βεληνεκούς (όπως λ.χ. η περιπέτεια με τους πυραύλους S300). Ακόμα χειρότερα ότι το Εθνικό Συμβούλιο (για 30 τόσα χρόνια) δεν έχει κατακτήσει ένα μίνιμουμ επίπεδο συγκλίσεων, ένα έργο πολιτικής «κληρονομιάς» πάνω στο οποίο θα μπορούσαν τα κόμματα να εργαστούν με τη δική τους συναίνεση και στα υπόλοιπα θέματα να έχουν το χώρο για την πολιτική τους αντιπαράθεση. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο χειρισμός των Ιδεών/Χάρτη Γκάλι το 1992 ήταν άμεσα εξαρτημένος από τις (πρόχειρες) εκλογικές συμμαχίες του 1993.
Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά μιας πρακτικής που δείχνει πως όταν υπήρχε υπευθυνότητα υπάρχουν και κέρδη και όταν υπήρχε κομματική ή προσωπική σκοπιμότητα υπάρχει περιπλοκή στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Αν η Ελλάδα χάνει έδαφος, ή επιρροή, είναι ένα πρόβλημα. Η Κύπρος, ωστόσο, χάνει πολύ περισσότερα γιατί τα τετελεσμένα της κατοχής που εντωμεταξύ συντελούνται, δεν έχουν εύκολο τρόπο ανατροπής. Πρώτα επιτείνουν τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας και ύστερα καθιστούν την αναζήτηση συναίνεσης πάνω σε έναν κεντρικό στόχο ακόμα πιο απομακρυσμένη.