Αμοραλισμός και φόβος στις «17»

Καθώς η ελληνική κυβέρνηση ταλαντεύεται ανάμεσα στη Χάγη και στις φοβίες της, είναι χρήσιμη μια αδρή επισκόπηση του «Αιγαϊακού». Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις (1974-2004) ζητούσαν «Χάγη» για επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και η Τουρκία απέρριπτε την ιδέα. Το 1999 η αλλαγή ήταν σημαντική. Στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, (Δεκ 1999), συμπεριελήφθη η πρόταση για την ανάγκη επίλυση των διαφορών Ελλάδας-Τουρκίας σε διμερές πλαίσιο, και εάν αυτή η προσπάθεια, σε πέντε χρόνια, δεν είχε θετική κατάληξη, τα μέρη συμφωνούσαν σε προσφυγή στο ΔΔ της Χάγης. Το 2003 οι διαπραγματευτικές ομάδες των δύο χωρών επεξεργάστηκαν στοιχεία γύρω από τις πρόνοιες μιας από κοινού προσφυγής. Οι συζητήσεις γύρω από το εύρος των χωρικών υδάτων στην Αιγαϊακή ζώνη, οδήγησαν σε πραγματικές συγκλίσεις, όπως η κατ’ αρχήν σύγκλιση για κλιμακωτή επέκταση των Χωρικών Υδάτων- από τα σημερινά 6νμ σε 6, 8, 9, 12, ανάλογα με τα δεδομένα επί της γεωγραφίας. Με τις προσεγγίσεις αυτές η Ελλάδα, αύξανε το εύρος των ΧΥ της από το 40% στο 60% και η Τουρκία από το σημερινό 6νμ να προσεγγίζει το 10%. Αυτή η κατ’ αρχήν σύγκλιση, επέτρεπε ουσιώδεις προσεγγίσεις για να ανοίξει ο δρόμος για υπογραφή συνυποσχετικού για την από κοινού προσφυγή στη Χάγη.

Κλειδί για όλες τις μετέπειτα εξελίξεις υπήρξε η 17η Δεκεμβρίου 2004. Ολοκληρωνόταν το χρονοδιάγραμμα που έθεσε το Ελσίνκι και ασφαλώς η οριστικοποίηση της φόρμουλας της προσφυγής στη Χάγη. Ο Κ. Καραμανλής και ο Π. Μολυβιάτης εγκατέλειψαν τη διαδικασία και συναίνεσαν στην έναρξη ενταξιακής διαδικασίας για την Τουρκία-ορίστηκε η 3η Οκτωβρίου 2005. Έτσι έκλεισε ο κύκλος μιας στρατηγικής (η διεύρυνση της ΕΕ να συνδυάζεται με επίλυση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικης) και άρχισε ο κύκλος μιας άλλης (όλα στο ράφι και στο τυχαίο). Η Τουρκία άρχισε διαπραγμεύσεις με άλυτα τα δύο μεγάλα ζητήματα-κυπριακό, αιγαϊακό. Η βαρυτητα της 17ηης Δεκεμβρίου δεν έχει αναδειχθεί, στο βαθμό που της αναλογεί στη δημόσια συζήτηση καθώς οι Κ. Καραμανλής και Τ. Παπαδόπουλος επιμελώς απέκρυψαν τη στάση τους και, βέβαια, «ελαφρολαϊκοί» τενόροι στο χώρο των ΜΜΕ, τους σεγόνταραν. Η Κύπρος συναίνεσε χωρίς κανένα αντάλλαγμα επί της ουσίας του κυπριακού (όπως η ασφάλεια, ή οι θεμελειώδεις ελευθερίες). Η ατζέντα του Τ. Παπαδόπουλου περιελάμβανε πολλά στοιχεία ανορθολογισμού, γι’ αυτό πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων την πιο ισχυρή στιγμή της Κύπρου από την εισβολή. Είναι ο ίδιος που είπε δημόσια πως «η παρούσα κατάσταση πραγμάτων, είναι η δεύτερη καλύτερη λύση», μια θέση την οποία υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια μέχρι τέλος. Δεν μού διαφεύγει το γεγονός πως πολιτευτές που συχνά εμπορεύονται την αταλάντευτη ρητορεία, κατά κανόνα, επιτυγχάνουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.

Ο «ορισμός της 17ης Δεκεμβρίου: η αποθέωση του αμοραλισμού και της ευθυνοφοβίας για τον Κ. Καραμανλή, η εγκατάλειψη της μοίρας της Κύπρου στο άγνωστό με βάρκα την ελπίδα για τον Τ. Παπαδόπουλο. Ο δεύτερος, μίλησε δημόσια για τα περίφημα «62 βέτο», δήλωση που ισοδυναμούσε με κανονική παραπλάνηση της κοινής γνώμης, καθ΄ότι στην πραγματικότητα μόνο δύο υπάρχουν, στην αρχή και το τέλος της ενταξιακής διαδικασίας κάθε υποψήφιας χώρας. Η κοινή γνώμη πίστεψε στις παραπλανητικές δηλώσεις ότι δήθεν η Κύπρος γίνεται «η υπερδύναμη των βέτο» για να κρύψει τις πραγματικές του επιδιώξεις και να αποφύγει να πει στην κοινή γνώμη τον απολογισμό των χειρισμών του στις 17 Δεκεμβρίου 2004.

Η βαρύτητα της 17ης Δεκεμβρίου 2004 χρειάζεται να αναδειχθεί στη δημόσια συζήτηση, όχι γιατί θα γυρίσουν οι συγκυρίες πίσω, όσο κυρίως για να δούμε τις επιπτώσεις από τις επιλογές αυτές και να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το σήμερα:

1. Η Ελλάδα, χωρίς μια επεξεργασμένη στρατηγική, παραπαίει, ενώ το τουρκολιβυκό σύμφωνο επιχειρεί να αναδιαμορφώσει το σκηνικό. Εάν η 17 η Δεκεμβρίου 2004 είχε αξιοποιηθεί, κανένα τουρκολιβυκό σύμφωνο δεν θα είχε εμφανιστεί, ούτε τα στρατιωτικά επιτελεία της θα έλεγαν ανοησίες ότι το τουρκικό ερευνητικό «Ορούτς Ρέις» μπήκε στην «ελληνική αοζ» επειδή έβρεχε…

2. Μια λύση με τις προδιαγραφές του 2003, και με τους κατάλληλους χειρισμούς τον Δεκέμβρη τιου 2004, θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση άλλης οικονομικής πολιτικής και η Ελλάδα δεν θα κατέφευγε στα μνημόνια και τις τρόικες.

3. Μια βήμα- βήμα σταδιακή επίλυση του αιγαϊακού, θα λειτουργούσε ως καταλύτης στις διεργασίες για επίλυση τιυ κυπριακού, αν όχι το 2004, αλλά με αφετηρία αυτό, το αμέσως επόμενο διάστημα και με την κατάλληλη αξιοποίηση του δικαιώματος τςης αρνησικυρίας. Κανένας Ε/κ ηγέτης δεν θα μπορούσε να αγνοήσει μια διαδικασία που θα είχε τη σφραγίδα της Χάγης. Τα γεγονότα θα τον υποχρέωναν να εργαστεί διαφορετικά.

4. Το θέατρο του παραλόγου που ζούμε σήμερα έχει την εξήγησή του. Είτε με αναφορές στο 2004, είτε στο 2017, η ουσία παραμένει ίδια: πολιτευτές τρομοκρατημένοι από το φόβο του δήθεν πολιτικού κόστους, πολιτευτές με άλλες ατζέντες, άφησαν ευκαιρίες αναξιοποίητες και την Κύπρο στη τροχιά της οριστικής δοχοτόμησης. Η 17η Δεκεμβρίου 2004 θα μείνει στην ιστορία ως η αποθέωση των μικρών. Αυτών που κρύβονταν μπροστά στις ευκαιρίες και εμφανίζονταν μπροστά στα μικρόφωνα για να αγοράσουν χρόνο. Τα τετελεσμένα επί του εδάφους μεγάλωναν, αλλά η «μυστική» απάντηση ήταν έτοιμη: «ας αναλάβει ο επόμενος»…

Λάρκος Λάρκου