Αναφορά στους πολιτικούς της άδειας καρέκλας

Πώς γίνεται ορισμένοι πολιτικοί εξ Ελλάδος να περνούν μια χαρά και να τυγχάνουν εκτίμησης στην ε/κ κοινωνία, ενώ άλλοι «αγνοούνται», ενώ έχουν προσφέρει σοβαρές λύσεις στην εξέλιξη του κυπριακού;

Η συζήτηση αυτή αποκτά νέες διαστάσεις εξ αφορμής της παρέμβασης του πανεπιστημιακού Α. Συρίγου Στη Λευκωσία στις 11 Δεκεμβρίου 2016 διατύπωσε την εξής σκέψη: «βαυκαλιζόμαστε μήπως ότι συνομιλούμε τους Τουρκοκυπρίους; Μήπως οι Τουρκοκύπριοι κατέχουν την Κύπρο; Η Τουρκία την κατέχει και αυτός είναι πραγματικός συνομιλητής της ελληνοκυπριακής πλευράς. Τυχόν ενσωμάτωση θα μας οδηγήσει να αντικρύσουμε κατάματα αυτή την πραγματικότητα». Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ν. Αναστασιάδης σχολίασε τη θέση Συρίγου κάνοντας λόγο για «επισκέπτες εξ Ελλάδος». Είπε επί λέξει ότι «θα ήθελα να παρακαλέσω τους επισκέπτες εξ Ελλάδος να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι το δικό τους χωριό ή δική τους κωμόπολη ή δική τους πόλη που είναι υπό κατοχή. Ας μην μας πουλούν λοιπόν πατριωτισμό από καθ’ έδρας». Θεωρώ ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να απαντήσει μόνο στη θέση Συρίγου και όχι να το γενικεύσει με τη φράση «επισκέπτες εξ Ελλάδος». Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει κάτι επί της ουσίας.

Το ερώτημα είναι καθαρό. Πώς πολιτικοί της «άδειας καρέκλας» περνούν καλά και κορυφαίοι πολιτικοί όπως λ.χ. ο Ε. Βενιζέλος να περνούν απαρατήρητοι; Το παράδειγμα έρχεται από την εξέγερση γνωστή ως Οκτωβριανά το 1931. Η θέση που, κατά τη γνώμη μου, ιστορικά δικαιώθηκε ήταν αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ήταν αρνητικός στην εξέγερση των κυπρίων γιατί ήταν σε θέση – ως μεγάλος πολιτικός – να σταθμίζει με ορθολογισμό τα γενικότερα τοπικά και διεθνή συμφέροντα. Συνοπτικά η θέση Βενιζέλου: μη ανάμειξη της Ελλάδας για να μην αναμειχθεί η Τουρκία, το κυπριακό στο διάλογο Λονδίνου-Λευκωσίας όπου τεκμηριώνεται το ε/κ πλεονέκτημα, βήματα σταδιακής αυτοκυβέρνησης. Έτσι η άρνηση Βενιζέλου να υποστηρίξει την εξέγερση του 1931 – παρ’ όλες τις λεκτικές της ακρότητες περί «φιλοσοφικής ανοχής των Βρετανών»- ήταν μια στάση που έδινε ένα πολύ σαφές μήνυμα. Ότι ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν θα υπέκυπτε στις καθιερωμένες κραυγές περί μειοδοσίας, αλλά υπερασπίστηκε με σθένος το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Κύπρου  με βάση το ρεαλισμό και μια σοβαρή στρατηγική. Αυτά τα στοιχεία που περιέγραψε ο Ε. Βενιζέλος δικαιώνονται απολύτως λ.χ στην περίπτωση στο Χονγκ-Κονγ. Ως γνωστόν, η μεταβατική συμφωνία του 1977 οδήγησε μετά από 20ετή χρονική διάρκεια στη λύση που επιθυμούσαν οι κινέζοι και των δύο πλευρών – 1977 έως το 1997. Μια ανάλογης μορφής διαδικασίας και για την νήσο Κύπρο, μάλλον ήταν στη σφαίρα του ανέφικτου γιατί θα ήταν μια πράξη ενδοτισμού, και ίσως μια διαπραγμάτευση με τα «τέσσερα», κατά τη γνωστή ρήση.

Μερικά ακόμα παραδείγματα δείχνουν το ουσιαστικό ζήτημα. Ο Κ. Καραμανλής πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 2004 έως 2009 πήγε στις διαπραγματεύσεις στο Μπούργκεστοκ για λύση στο κυπριακό το 2004, κρυβόμενος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, φορώντας αθλητικές φόρμες και βλέποντας ταινίες γύρω από την άγρια δύση. Κανένας δεν τον ρώτησε μέχρι τώρα τι ακριβώς πήγε να κάνει εκεί και κανένας από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν θέλησε να μιλήσει επί αυτού δημόσια. Έτσι (και μέχρι σήμερα) περνά καλά ένας πολιτικός που γνώριζε να κρύβεται από «κακοτοπιές».

Το ζήτημα με τους ρωσικούς πυραύλους S300 το 1998-99 υπήρξε απολύτως «βενιζελικό». Ο Ζ. Σιράκ έθεσε το δίλημμα σε Αθήνα και Λευκωσία εκ μέρους των βασικών παικτών (ΕΕ, ΗΠΑ, ΗΒ, Ισραήλ): διαλέξτε, είτε ΕΕ, είτε S300. Ο Γ. Κληρίδης ζήτησε να έρθουν στην Κύπρο, έστω και ανενεργοί μέσα στις «κάσιες» (για να δείξει «συνέπεια» σε μια λάθος δική του απόφαση), ενώ  Γ. Κρανιδιώτης με την έγκριση του Κ. Σημίτη εισηγήθηκε τη λύση της Κρήτης για να μείνει ανοικτός ο δρόμος για την ΕΕ. Σήμερα ελπίζουμε περισσότερο για λύση στο κυπριακό γιατί η ΕΕ μέσω του απεστελμένου Γιούνκερ, Πήτερ Βαν Νούφελ «σφραγίζει» πτυχές της διαπραγμάτευσης στις διακοινοτικές συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον τ/κ ηγέτη Μ. Ακιντζί.

Στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβριο του 2016 αναφέρεται ότι «μετά την παρουσίαση από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση του Κυπριακού, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, επανέλαβε την υποστήριξή του στην εν εξελίξει διαδικασία για την επανένωση της Κύπρου». Σημείωσε δε ότι «η ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κύπρος είναι και θα παραμείνει  μέλος της Ένωσής μας μετά τη διευθέτηση. Η ΕΕ είναι έτοιμη να συμμετάσχει στη διάσκεψη της Γενεύης για την Κύπρο στις 12 Ιανουαρίου 2017».

Στην τρέχουσα πολιτική διαπάλη κρίνονται οι πολιτικές προτάσεις. Δείχνουν αν είχαν στόχο, αν έφεραν αποτέλεσμα, αν άλλαξαν τους όρους διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα. Να γιατί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ήταν προϊόν μιας καλά σχεδιασμένες πολιτικής πάνω στην οποία ο Κ. Σημίτης (φυσική παρουσία, κύρος, διαπραγματευτική ικανότητα και ο Γ. Κρανιδιώτης που ετοίμασε τις τρεις προτάσεις) έθεσαν το μηχανισμό κίνησης μιας ιστορικής αλλαγής μέσα από τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι -Δεκέμβριος, 1999.  Υπήρξε η κορυφαία στιγμή της ενταξιακής προσπάθειας. Χωρίς αυτήν η Κύπρος θα ήταν ακόμα υποψήφιο μέλος. Άλλοι πολιτικοί δεν κατάφεραν ούτε να διαχειριστούν μια κορυφαία επιτυχία γιατί «φορούσαν φόρμες», παρακαλούσαν να περάσει ο χρόνος για να γλυτώσουν από τη «δοκιμασία» να λάβουν μιαν απόφαση και να την πουν δημοσίως!

Λόγω της φύσης του κυπριακού πολλοί ελλαδίτες πολιτικοί έχουν, κατά καιρούς, ανάμειξη στις εξελίξεις του. Χρειάστηκε να διαμορφώσουν πολιτικές, να πάρουν θέση πάνω στη μια ή την άλλη εξέλιξη, είτε γιατί η Κύπρος ήταν αποικία του Ηνωμένου Βασιλείου, είτε μη μέλος της ΕΕ, είτε να διαχειριστούν σχέδια λύσης. Ορισμένοι με αίσθηση της κρισιμότητας μιας εξέλιξης μίλησαν με γνώμονα το κυπριακό συμφέρον και άλλοι απλά δημαγωγούσαν, έσπρωχναν τα πράγματα σε βάθος χρόνου για να αποφύγουν την ανάληψη μιας ευθύνης. Οι πρώτοι θα δικαιωθούν από την διαδρομή του χρόνου, της ψύχραιμης έρευνας, της μελέτης των πραγματικών δεδομένων. Οι δεύτεροι μπορεί να περνούν πρόσκαιρα καλά,  αλλά η έρευνα θα θέσει το ερώτημα. Είσαι πολιτικός ή ένα κάποιο προϊόν μιας εφάπαξ διαφημιστικής καμπάνιας;

Στην πραγματική ιστορική μελέτη και όχι στις πρόσκαιρες εντυπώσεις κρίνονται οι ουσιαστικές πολιτικές προσπάθειες. Στην πρώτη υπάρχουν πολιτικοί που ανέπτυξαν ένα σχέδιο, είχαν θάρρος, αγνόησαν τις κραυγές. Στην άλλη, οι πολιτικοί της «άδειας καρέκλας», κενοί περιεχομένου, κατασκευάσματα μιας επικοινωνιακής σύμπτωσης.

Λάρκος Λάρκου