ΑΟΖ με τί κόστος;

Τι προκύπτει από τις εξελίξεις στην «ΑΟΖ μας» στα Δυτικά της Πάφου; Ότι, κυρίως η ε/κ ηγεσία αναζητά συμμαχίες για να επιβάλει κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Η κοινή γνώμη έχει πεισθεί ότι αυτή είναι η σωστή πορεία, άλλωστε τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης καθημερινά αυτό προβάλλουν. Κανείς, ωστόσο, δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει αν αυτή η επιθυμία είναι εφικτή, και κατά πόσον, υπάρχουν συμμαχίες που μπορεί να φτάσουν ως εκεί. Τίθενται ερωτήματα γιατί ο στόχος κατά κανόνα, προηγείται της ρεαλιστικής εκτίμησης των πραγμάτων. Ειδικότερα:

Α. Η ΕΕ, ως γνωστόν, ειναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Μεγάλες χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) έχουν τεράστια εμπορικά συμφέροντα στην Τουρκία-εξαγωγές, κατασκευαστικά έργα, βιομηχανίες με έδρα την Τουρκία κλπ. Μπορούν αυτές οι χώρες να αγνοήσουν τα συμφέροντά τους και να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία; Η Ιταλία, μέσω της ENI, εκτός άλλων, παραμένει σημαντικός παίκτης στον ενεργειακό κόμβο του Τζεϊχάν στη Νότια Τουρκία, οι γερμανικές εταιρείες αναπτύσσονται σταθερά εκεί, ενώ η Γαλλία ενδιαφέρεται για τα μεγάλα έργα που προσφέρει το εύρος της τουρκικής οικονομίας.

Β. Όταν θέτουμε το δίλημμα «Τουρκία ή Κύπρος», ελάχιστοι θα κατανοήσουν γιατί συστηματικά αγνοούμε τα συμφέροντα των άλλων και γιατί υποτιμούμε τις ικανότητες της τουρκικής διπλωματίας. Αν λέμε «διαλέξτε έναν από τους δύο», τότε χάνουμε το κέντρο βάρους της προσπάθειας, γιατί όλοι υπολογίζουν τα συμφέροντά τους, όπως, άλλωστε, κάνει και η Κύπρος η οποία πέταξε το παλαιστινιακό στα αζήτητα, μιλώντας μόνο με τον γνωστό Νετανιάχου.

Γ. Μεγαλύτερη διεθνής υποστήριξη επιτυγχάνεται όταν σε μια υπόθεση κάποιος διεθνής οργανισμός, στην περίπτωση αυτή ο ΟΗΕ, τυγχάνει να έχει μελετήσει το αίτημά σου και να έχει υιοθετήσει τις θέσεις σου. Στην περίπτωση της Φοινίκης, η Κύπρος μόνη της οριοθέτησε ΑΟΖ και απέστειλε με μεγάλη καθυστέρηση συντεταγμένες στον ΟΗΕ. Αυτή η αποστολή δεν συνεπάγεται αυτόματη ρύθμιση, καθώς η διεθνής πρακτική απαιτεί διμερείς συμφωνίες ή από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται κάποια συμφωνία, η υπόθεση παραμένει εκκρεμής μέχρι να επιτευχθεί λύση σε επόμενο χρονικό διάστημα. Αυτό, εκτός άλλων, δείχνει το παράδειγμα της Ελλάδας η οποία επιμελώς αποφεύγει συνομιλίες με τη Λευκωσία για οριοθέτηση των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου, εξαιτίας της πολυπλοκότητας των ζητημάτων, καθώς σε αυτά έχουν ρόλο, τόσο η Τουρκία όσο και η Αίγυπτος, ενώ δεν βλέπω να υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που να μπορεί να διαχειριστεί μια διεθνή γνωμοδότηση για το Καστελλόριζο. Συνεπώς η Ελλάδα προτιμά την μη ανακίνηση ζητημάτων από το φόβο του πολιτικού κόστους, ενώ για λόγους που σχετίζονται με εσωτερικές σκοπιμότητες, ωθεί τη Λευκωσια να κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιλέγει η ίδια για τον εαυτό της.

Δ. Πού βασίζεται η θεωρία ότι με την πολιτική των κυρώσεων θα προκαλέσουμε κόστος στην Τουρκία; Η απάντηση είναι απλή: στο πουθενά, μόνο στην εσωτερική κατανάλωση! Μόνο στο να εμφανίζονται ορισμένοι ότι έχουν «πρόταση», αυτοί που όταν κυβέρνησαν έκαναν ακριβώς το αντίθετο, όπως βεβαιώνει η πρακτική Τ. Παπαδόπουλου. Πρώτο, υπογράφοντας Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που επαινούσαν τη στάση της Τουρκίας στο κυπριακό τον Ιούνιο του 2004 και, δεύτερο, συμφωνώντας με την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία στις 3 Οκτωβρίου 2005 με αντάλλαγμα το απολύτως τίποτε.

Αυτή την πολιτική Παπαδόπουλου ακολουθεί ο Ν. Αναστασιάδης. Η πολιτική αυτή αρέσει σε μερίδα της κοινής γνώμης, γιατί απευθύνεται στο θυμικό των ε/κ, αλλά κανένας δεν επιχείρησε να την τεκμηριώσει μέσα στο χρόνο: πότε εφαρμόστηκε, τι πέτυχε και πόσο άλλαξε τα πράγματα.

Ε. Η πολιτική που ονομάζεται «κόστος στη Τουρκία» αφορά όλους εκείνους που δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση του κυπριακού και κατασκευάζουν παραμύθια για να παραπλανούν τους πολίτες. Η μόνη στρατηγική που νίκησε δεν είχε καμμιά σχέση, ούτε με κυρώσεις, ούτε με κόστος, ούτε με παραμύθια. Η στρατηγική που νίκησε συνέδεσε την ενταξιακή πορεία της Κύπρου με την πρόοδο στις Ευρωτουρκικές σχέσεις, 1995, 1999. 2002. Η στρατηγική αυτή προωθούσε κοινές ευρωπαϊκές επιδιωξεις, win-win πολιτικές που εξυπηρετούσαν ευρύτερα συμφέροντα στην περιοχή, όπως βεβαιώνει το παράδειγμα της Συμφωνίας στο Ελσίνκι το 1999. Με τη συμφωνία αυτή, η Κύπρος κέρδισε την απρόσκοπτη ένταξη στην ΕΕ, η Τουρκία πήρε τον καθορισμό ημερομηνίας για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, και η Ελλάδα πέτυχε τον καθορισμό 5ετούς χρονοδιαγράμματος για επίλυση των ζητημάτων με την Τουρκία γύρω από την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, με προφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, 1999-2004. Πλην εξαιρέσεων, κανένας ε/κ πολιτευτής δεν μελέτησε αυτή τη στρατηγική. Την προώθησε ο Γ. Κρανιδιώτης και ο Κ. Σημίτης. Αν η στρατηγική για την ένταξη, εξαρτιόταν από την πολιτική ελίτ στη Λευκωσία, θα ήμασταν ακόμα στο Κίνημα των Αδεσμεύτων και θα ζητούσαμε κυρώσεις.

Όταν κάνουμε λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας, αναζητούμε «παρηγοριά» στην εκτόνωση, όχι στη ρεαλιστική εκτίμησή της. Ρίχνουμε την ευθύνη στους «φίλους» που δεν ήταν τόσο καλοί μαζί μας, ή στους συμμάχους που δεν κατενόησαν το δίκαιό μας, ή γενικότερα στους «φιλότουρκους» του πλανήτη. Αλλά έτσι δεν πας πουθενά. Ανακυκλώνεις τα αδιέξοδά σου και ετοιμάζεσαι για την επόμενη απογοήτευση.

Λάρκος Λάρκου